νήϊστος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "perh." to "perhaps") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=niistos | |Transliteration C=niistos | ||
|Beta Code=nh/i+stos | |Beta Code=nh/i+stos | ||
|Definition=η, ον, Sup., | |Definition=η, ον, Sup., = [[νήατος]] (v. [[νέατος]] A), in form <b class="b3">νήϊστα· ἔσχατα, κατώτατα</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: hence perhaps the name of the <b class="b3">πύλαι Νήϊσται</b> at Thebes, <b class="b3">πύλαισι Νηΐστῃσι</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[νηΐτῃσι]] [-τισι, -ταισι]) A.''Th.''460, cf. Stat. ''Theb.''8.354; Νηΐταις πύλαις E.''Ph.''1104 codd. (νήϊϊ, ταῖς πύλαις [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: perhaps <b class="b3">Νηΐτταις πύλαις</b> with -ττ- from -στ-). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νήϊστος]] και νήϊτ(τ)ος, -η, -ον (Α)<br />[[έσχατος]], [[ακραίος]], [[κατώτατος]] («πύλαισι Νηΐσταισι», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νήϊστος]], που εμφανίζεται στον τ. του θηλ. <i>Νήϊσται</i> «[[ονομασία]] μιας από τις πύλες της Θήβας», σχηματίστηκε πιθ. από τον τ. [[νήατος]] (<i>νήαται</i>), [[κατά]] το <i>Ὕψισται</i>, ονομ. μιας άλλης πύλης της Θήβας (για τον τ. [[νήατος]] <b>βλ. λ.</b> [[νέατος]] [Ι])]. | |mltxt=[[νήϊστος]] και νήϊτ(τ)ος, -η, -ον (Α)<br />[[έσχατος]], [[ακραίος]], [[κατώτατος]] («πύλαισι Νηΐσταισι», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νήϊστος]], που εμφανίζεται στον τ. του θηλ. <i>Νήϊσται</i> «[[ονομασία]] μιας από τις πύλες της Θήβας», σχηματίστηκε πιθ. από τον τ. [[νήατος]] (<i>νήαται</i>), [[κατά]] το <i>Ὕψισται</i>, ονομ. μιας άλλης πύλης της Θήβας (για τον τ. [[νήατος]] <b>βλ. λ.</b> [[νέατος]] [Ι])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:26, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον, Sup., = νήατος (v. νέατος A), in form νήϊστα· ἔσχατα, κατώτατα, Hsch.: hence perhaps the name of the πύλαι Νήϊσται at Thebes, πύλαισι Νηΐστῃσι (v.l. νηΐτῃσι [-τισι, -ταισι]) A.Th.460, cf. Stat. Theb.8.354; Νηΐταις πύλαις E.Ph.1104 codd. (νήϊϊ, ταῖς πύλαις Hsch.: perhaps Νηΐτταις πύλαις with -ττ- from -στ-).
Greek Monolingual
νήϊστος και νήϊτ(τ)ος, -η, -ον (Α)
έσχατος, ακραίος, κατώτατος («πύλαισι Νηΐσταισι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νήϊστος, που εμφανίζεται στον τ. του θηλ. Νήϊσται «ονομασία μιας από τις πύλες της Θήβας», σχηματίστηκε πιθ. από τον τ. νήατος (νήαται), κατά το Ὕψισται, ονομ. μιας άλλης πύλης της Θήβας (για τον τ. νήατος βλ. λ. νέατος [Ι])].