ἀμέρεια: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)me/reia | |Beta Code=a)me/reia | ||
|Definition=ἡ, [[being without parts]], Porph.Sent.34, Procl.Inst.86,al., Dam.Pr.60; τοῦ νοῦ Hero *Deff.136.25. | |Definition=ἡ, [[being without parts]], Porph.Sent.34, Procl.Inst.86,al., Dam.Pr.60; τοῦ νοῦ Hero *Deff.136.25. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀμερία]] Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.589D, 868B<br />[[indivisibilidad]], [[carencia de partes]] τοῦ νοῦ Hero <i>Def</i>.136.25, τοῦ ἑνός Dam.<i>Pr</i>.60, τοῦ αἰῶνος Simp.<i>in Cat</i>.357.12, cf. Porph.<i>Sent</i>.34, Procl.<i>Inst</i>.86, Dion.Ar.ll.cc., Syrian.<i>in Metaph</i>.120.6, Simp.<i>in Cat</i>.364.20. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμέρεια''': ἡ, τὸ [[ἀδιαίρετον]], Διον. Ἀρεοπ. | |lstext='''ἀμέρεια''': ἡ, τὸ [[ἀδιαίρετον]], Διον. Ἀρεοπ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμέρεια]], η (Α) [[αμερής]]<br />το να [[είναι]] [[κάτι]] αμερές, η [[ιδιότητα]] του να μη διαιρείται σε μέρη, το αδιαίρετο. | |mltxt=[[ἀμέρεια]], η (Α) [[αμερής]]<br />το να [[είναι]] [[κάτι]] αμερές, η [[ιδιότητα]] του να μη διαιρείται σε μέρη, το αδιαίρετο. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:52, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, being without parts, Porph.Sent.34, Procl.Inst.86,al., Dam.Pr.60; τοῦ νοῦ Hero *Deff.136.25.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀμερία Dion.Ar.DN M.3.589D, 868B
indivisibilidad, carencia de partes τοῦ νοῦ Hero Def.136.25, τοῦ ἑνός Dam.Pr.60, τοῦ αἰῶνος Simp.in Cat.357.12, cf. Porph.Sent.34, Procl.Inst.86, Dion.Ar.ll.cc., Syrian.in Metaph.120.6, Simp.in Cat.364.20.
German (Pape)
[Seite 122] ἡ, Untheilbarkeit, Dion. Areop. Von
Greek (Liddell-Scott)
ἀμέρεια: ἡ, τὸ ἀδιαίρετον, Διον. Ἀρεοπ.
Greek Monolingual
ἀμέρεια, η (Α) αμερής
το να είναι κάτι αμερές, η ιδιότητα του να μη διαιρείται σε μέρη, το αδιαίρετο.