συνεκφωνώ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
m (Text replacement - "αὐτοῡ" to "αὐτοῦ")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=συνεκφωνῶ, -έω, ΝΜΑ [[ἐκφωνῶ]]<br />[[προφέρω]] [[μαζί]], [[εκφωνώ]] ταυτοχρόνως<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναφωνώ]] συγχρόνως («ἅμα δὲ αὐτοῦ λήγοντος συνεξεφώνησεν ὁ [[οἰκέτης]]», Αχιλλ.Τάτ.).
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=συνεκφωνῶ, -έω, ΝΜΑ [[ἐκφωνῶ]]<br />[[προφέρω]] [[μαζί]], [[εκφωνώ]] ταυτοχρόνως<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναφωνώ]] συγχρόνως («ἅμα δὲ αὐτοῦ λήγοντος συνεξεφώνησεν ὁ [[οἰκέτης]]», Αχιλλ.Τάτ.).
|mltxt=συνεκφωνῶ, -έω, ΝΜΑ [[ἐκφωνῶ]]<br />[[προφέρω]] [[μαζί]], [[εκφωνώ]] ταυτοχρόνως<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναφωνώ]] συγχρόνως («ἅμα δὲ αὐτοῦ λήγοντος συνεξεφώνησεν ὁ [[οἰκέτης]]», Αχιλλ.Τάτ.).
}}
}}

Latest revision as of 20:09, 27 September 2022

Greek Monolingual

συνεκφωνῶ, -έω, ΝΜΑ ἐκφωνῶ
προφέρω μαζί, εκφωνώ ταυτοχρόνως
αρχ.
αναφωνώ συγχρόνως («ἅμα δὲ αὐτοῦ λήγοντος συνεξεφώνησεν ὁ οἰκέτης», Αχιλλ.Τάτ.).