σταχυολογέω: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στᾰχυολογέω''': [[συλλέγω]] στάχυας σίτου, «[[σταχολογῶ]]», Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 3. 32, Σουΐδ.· καὶ [[σταχυολογία]], ἡ Γλωσσ. | |lstext='''στᾰχυολογέω''': [[συλλέγω]] στάχυας σίτου, «[[σταχολογῶ]]», Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 3. 32, Σουΐδ.· καὶ [[σταχυολογία]], ἡ Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[σταχυολογῶ]], [[σταχυολογέω]], ΝΜΑ, και [[σταχολογώ]] Ν<br />[[μαζεύω]] στάχια<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιλέγω]] χαρακτηριστικά στοιχεία και αποσπάσματα από ένα ή περισσότερα [[κείμενα]], [[ερανίζομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στάχυς]], -<i>υος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λογώ]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:17, 7 May 2022
English (LSJ)
glean ears of corn, Sch.Theoc.3.32.
German (Pape)
[Seite 931] Aehren lesen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰχυολογέω: συλλέγω στάχυας σίτου, «σταχολογῶ», Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 3. 32, Σουΐδ.· καὶ σταχυολογία, ἡ Γλωσσ.
Greek Monolingual
σταχυολογῶ, σταχυολογέω, ΝΜΑ, και σταχολογώ Ν
μαζεύω στάχια
νεοελλ.
επιλέγω χαρακτηριστικά στοιχεία και αποσπάσματα από ένα ή περισσότερα κείμενα, ερανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + -λογώ].