λύκοψις: Difference between revisions

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
m (Text replacement - "vv. ll." to "vv.ll.")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lykopsis
|Transliteration C=lykopsis
|Beta Code=lu/koyis
|Beta Code=lu/koyis
|Definition=and λύκοψος, [[variae lectiones|vv.ll.]] for [[λυκαψός]] in Dsc.4.26.
|Definition=and [[λύκοψος]], [[variae lectiones|vv.ll.]] for [[λυκαψός]] in Dsc.4.26.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> lycopsis (<i>c.</i> [[λύκαψος]]);<br /><b>2</b> <i>pê autre nom de la plante</i> [[ἄγχουσα]].<br />'''Étymologie:''' [[λύκος]], [[ὄψομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λύκοψις''': ἡ, καὶ λύκοψος, ἡ, = [[λύκαψος]], ὃ ἴδε.
|lstext='''λύκοψις''': ἡ, καὶ λύκοψος, ἡ, = [[λύκαψος]], ὃ ἴδε.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> lycopsis (<i>c.</i> [[λύκαψος]]);<br /><b>2</b> <i>pê autre nom de la plante</i> [[ἄγχουσα]].<br />'''Étymologie:''' [[λύκος]], [[ὄψομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λύκοψις]] και λυκοψίς, -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λύκαψος]].<br /> <b>(II)</b><br />η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] βοραγινίδες και το οποίο, σύμφωνα με ορισμένους βοτανολόγους, έχει συγχωνευθεί στο [[γένος]] άγχουσα.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λύκοψις]] και λυκοψίς, -ίδος, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λύκαψος]].<br /> <b>(II)</b><br />η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] βοραγινίδες και το οποίο, σύμφωνα με ορισμένους βοτανολόγους, έχει συγχωνευθεί στο [[γένος]] άγχουσα.
}}
}}

Latest revision as of 14:14, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύκοψις Medium diacritics: λύκοψις Low diacritics: λύκοψις Capitals: ΛΥΚΟΨΙΣ
Transliteration A: lýkopsis Transliteration B: lykopsis Transliteration C: lykopsis Beta Code: lu/koyis

English (LSJ)

and λύκοψος, vv.ll. for λυκαψός in Dsc.4.26.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 lycopsis (c. λύκαψος);
2 pê autre nom de la plante ἄγχουσα.
Étymologie: λύκος, ὄψομαι.

Greek (Liddell-Scott)

λύκοψις: ἡ, καὶ λύκοψος, ἡ, = λύκαψος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

(I)
λύκοψις και λυκοψίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. λύκαψος.
(II)
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βοραγινίδες και το οποίο, σύμφωνα με ορισμένους βοτανολόγους, έχει συγχωνευθεί στο γένος άγχουσα.