ἀπειράγαθος: Difference between revisions
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apeiragathos | |Transliteration C=apeiragathos | ||
|Beta Code=a)peira/gaqos | |Beta Code=a)peira/gaqos | ||
|Definition=ον | |Definition=ἀπειράγαθον, [[unacquainted with goodness]], [[foolish]], [[LXX]] ''Es.''8.13. Adv. [[ἀπειραγάθως]] [[Diodorus Siculus|D.S.]]15.40. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no sabe lo que es bueno]], [[tonto]] ἀλλὰ καὶ τοῖς τῶν ἀπειραγάθων κόμποις ἐπαρθέντες [[LXX]] <i>Es</i>.8.12d.<br /><b class="num">2</b> [[infinitamente bueno]] τὴν ἀνελάττωτον ἔφεσιν τοῦ ἀγαθοῦ πρὸς τῆς ἀπειραγάθου δυνάμεως εἰλήφασιν Dion.Ar.M.3.892C.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[tontamente]] αἱ πόλεις ... ταῖς τῆς δημοκρατίας ἐξουσίαις ἀ. χρώμεναι [[Diodorus Siculus|D.S.]]15.40. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπειράγαθος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων πεῖραν ἢ γνῶσιν τοῦ ἀγαθοῦ, [[ἀνόητος]], μωρὸς, ὡς τὸ [[ἀπειρόκαλος]], Ἐκκλ.: ― Ἐπίρρ. -θως Διόδ. 15, 40. ΙΙ. ὁ ἄπειρον κεκτημένος ἀγαθότητα, Ἐκκλ. | |lstext='''ἀπειράγαθος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων πεῖραν ἢ γνῶσιν τοῦ ἀγαθοῦ, [[ἀνόητος]], μωρὸς, ὡς τὸ [[ἀπειρόκαλος]], Ἐκκλ.: ― Ἐπίρρ. -θως Διόδ. 15, 40. ΙΙ. ὁ ἄπειρον κεκτημένος ἀγαθότητα, Ἐκκλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[απειράγαθος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει [[πείρα]] ή [[γνώση]] του αγαθού, [[ανόητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άπειρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[αγαθός]]].<br /><b>(II)</b><br />-ο (Μ [[ἀπειράγαθος]], -ον)<br />αυτός που έχει άπειρη, απέραντη [[αγαθότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άπειρος]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> [[αγαθός]]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[απειράγαθος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει [[πείρα]] ή [[γνώση]] του αγαθού, [[ανόητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άπειρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[αγαθός]]].<br /><b>(II)</b><br />-ο (Μ [[ἀπειράγαθος]], -ον)<br />αυτός που έχει άπειρη, απέραντη [[αγαθότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άπειρος]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> [[αγαθός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:00, 27 March 2024
English (LSJ)
ἀπειράγαθον, unacquainted with goodness, foolish, LXX Es.8.13. Adv. ἀπειραγάθως D.S.15.40.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no sabe lo que es bueno, tonto ἀλλὰ καὶ τοῖς τῶν ἀπειραγάθων κόμποις ἐπαρθέντες LXX Es.8.12d.
2 infinitamente bueno τὴν ἀνελάττωτον ἔφεσιν τοῦ ἀγαθοῦ πρὸς τῆς ἀπειραγάθου δυνάμεως εἰλήφασιν Dion.Ar.M.3.892C.
II adv. -ως tontamente αἱ πόλεις ... ταῖς τῆς δημοκρατίας ἐξουσίαις ἀ. χρώμεναι D.S.15.40.
German (Pape)
[Seite 284] des Guten und Rechten unkundig, darin unerfahren, Sp.; adv., D. Sic. 15, 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειράγαθος: -ον, ὁ μὴ ἔχων πεῖραν ἢ γνῶσιν τοῦ ἀγαθοῦ, ἀνόητος, μωρὸς, ὡς τὸ ἀπειρόκαλος, Ἐκκλ.: ― Ἐπίρρ. -θως Διόδ. 15, 40. ΙΙ. ὁ ἄπειρον κεκτημένος ἀγαθότητα, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
(I)
απειράγαθος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει πείρα ή γνώση του αγαθού, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άπειρος (Ι) + αγαθός].
(II)
-ο (Μ ἀπειράγαθος, -ον)
αυτός που έχει άπειρη, απέραντη αγαθότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άπειρος (ΙΙ) + αγαθός].