συρίσκος: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ὑρίσκος, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀγγεῑόν τι πλεκτόν, εἰς ὅ σῡκα ἐμβάλλουσι<br />τινὲς δὲ ὑρίσκον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σύριχος]].
|mltxt=και ὑρίσκος, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀγγεῖόν τι πλεκτόν, εἰς ὅ σῡκα ἐμβάλλουσι<br />τινὲς δὲ ὑρίσκον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σύριχος]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = [[ὑρρίσκος]], <i>Vetera Lexica</i>.
}}
}}

Latest revision as of 19:55, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρίσκος Medium diacritics: συρίσκος Low diacritics: συρίσκος Capitals: ΣΥΡΙΣΚΟΣ
Transliteration A: syrískos Transliteration B: syriskos Transliteration C: syriskos Beta Code: suri/skos

English (LSJ)

ὁ, v. ὑριχός.

Greek (Liddell-Scott)

συρίσκος: σύρισσος, ἴδε ὑρισός.

Greek Monolingual

και ὑρίσκος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀγγεῖόν τι πλεκτόν, εἰς ὅ σῡκα ἐμβάλλουσι
τινὲς δὲ ὑρίσκον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σύριχος.

German (Pape)

ὁ, = ὑρρίσκος, Vetera Lexica.