ἄνοζος: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anozos
|Transliteration C=anozos
|Beta Code=a)/nozos
|Beta Code=a)/nozos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with no]], or [[very few]], [[branches]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.8.1</span>, etc.: Comp. <b class="b3">-ότερος</b> ib.<span class="bibl">3.13.3</span>:—also ἄοζος, ον, ib.<span class="bibl">1.5.4</span>, al.</span>
|Definition=ἄνοζον, [[with no]], or [[very few]], [[branches]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.8.1, etc.: Comp. -ότερος ib.3.13.3:—also [[ἄοζος]], ον, ib.1.5.4, al.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἄοζος]] Thphr.<i>HP</i> 1.5.4<br />[[que no tiene ramas]] τῶν δένδρων ... τὰ μὲν ὀζώδη τὰ δ' ἄνοζα Thphr.<i>HP</i> 1.8.1, cf. [[l.c.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄνοζος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων ὄζους ἢ ἔχων ὀλίγους μόνον, ἀντιτίθεται πρὸς τὸ [[ὀζώδης]], ἔστι γὰρ (τῶν δένδρων) τὰ μὲν ὀζώδη, τὰ δὲ ἄνοζα Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 8, 1, κτλ: - Συγκρ. -ότερος [[αὐτόθι]] 3. 13, 3: - Ὡσαύτως, [[ἄοζος]], ον, [[αὐτόθι]] 1. 5, 4, κτλ.
|lstext='''ἄνοζος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων ὄζους ἢ ἔχων ὀλίγους μόνον, ἀντιτίθεται πρὸς τὸ [[ὀζώδης]], ἔστι γὰρ (τῶν δένδρων) τὰ μὲν ὀζώδη, τὰ δὲ ἄνοζα Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 8, 1, κτλ: - Συγκρ. -ότερος [[αὐτόθι]] 3. 13, 3: - Ὡσαύτως, [[ἄοζος]], ον, [[αὐτόθι]] 1. 5, 4, κτλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἄοζος]] Thphr.<i>HP</i> 1.5.4<br />[[que no tiene ramas]] τῶν δένδρων ... τὰ μὲν ὀζώδη τὰ δ' ἄνοζα Thphr.<i>HP</i> 1.8.1, cf. [[l.c.]]
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄνοζος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει ρόζους (αποδίδεται σε δέντρα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>όζος</i> «[[βλαστός]], [[ρόζος]]»].
|mltxt=[[ἄνοζος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει ρόζους (αποδίδεται σε δέντρα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>όζος</i> «[[βλαστός]], [[ρόζος]]»].
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνοζος Medium diacritics: ἄνοζος Low diacritics: άνοζος Capitals: ΑΝΟΖΟΣ
Transliteration A: ánozos Transliteration B: anozos Transliteration C: anozos Beta Code: a)/nozos

English (LSJ)

ἄνοζον, with no, or very few, branches, Thphr. HP 1.8.1, etc.: Comp. -ότερος ib.3.13.3:—also ἄοζος, ον, ib.1.5.4, al.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): tb. ἄοζος Thphr.HP 1.5.4
que no tiene ramas τῶν δένδρων ... τὰ μὲν ὀζώδη τὰ δ' ἄνοζα Thphr.HP 1.8.1, cf. l.c.

German (Pape)

[Seite 239] ohne Zweige, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνοζος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ὄζους ἢ ἔχων ὀλίγους μόνον, ἀντιτίθεται πρὸς τὸ ὀζώδης, ἔστι γὰρ (τῶν δένδρων) τὰ μὲν ὀζώδη, τὰ δὲ ἄνοζα Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 8, 1, κτλ: - Συγκρ. -ότερος αὐτόθι 3. 13, 3: - Ὡσαύτως, ἄοζος, ον, αὐτόθι 1. 5, 4, κτλ.

Greek Monolingual

ἄνοζος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει ρόζους (αποδίδεται σε δέντρα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + όζος «βλαστός, ρόζος»].