διπλασιόπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diplasioplevros
|Transliteration C=diplasioplevros
|Beta Code=diplasio/pleuros
|Beta Code=diplasio/pleuros
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with two sides twice as long as the other two]], κλίνη <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mech.</span>856a39</span>.</span>
|Definition=διπλασιόπλευρον, [[with two sides twice as long as the other two]], κλίνη Arist.''Mech.''856a39.
}}
{{ls
|lstext='''διπλᾰσιόπλευρος''': -ον, ἔχων δύο πλευράς, διπλασίας τῶν δύο ἄλλων, Ἀριστ. Μηχαν. 25, 1.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[dos de cuyos lados son dos veces más largos que los otros dos]] κλίναι Arist.<i>Mech</i>.856<sup>b</sup>1, 5.
|dgtxt=-ον<br />[[dos de cuyos lados son dos veces más largos que los otros dos]] κλίναι Arist.<i>Mech</i>.856<sup>b</sup>1, 5.
}}
}}
{{grml
{{pape
|mltxt=[[διπλασιόπλευρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο πλευρές διπλάσιες στο [[μήκος]] από τις άλλες δύο.
|ptext=<i>[[doppelseitig]]</i>, Arist.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διπλᾰσιόπλευρος:''' [[имеющий продольную сторону вдвое длиннее поперечной]] (τὰς κλίνας ποιοῦσι διπλασιοπλεύρους Arst.).
|elrutext='''διπλᾰσιόπλευρος:''' [[имеющий продольную сторону вдвое длиннее поперечной]] (τὰς κλίνας ποιοῦσι διπλασιοπλεύρους Arst.).
}}
{{ls
|lstext='''διπλᾰσιόπλευρος''': -ον, ἔχων δύο πλευράς, διπλασίας τῶν δύο ἄλλων, Ἀριστ. Μηχαν. 25, 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[διπλασιόπλευρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο πλευρές διπλάσιες στο [[μήκος]] από τις άλλες δύο.
}}
}}

Latest revision as of 11:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπλᾰσιόπλευρος Medium diacritics: διπλασιόπλευρος Low diacritics: διπλασιόπλευρος Capitals: ΔΙΠΛΑΣΙΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: diplasiópleuros Transliteration B: diplasiopleuros Transliteration C: diplasioplevros Beta Code: diplasio/pleuros

English (LSJ)

διπλασιόπλευρον, with two sides twice as long as the other two, κλίνη Arist.Mech.856a39.

Spanish (DGE)

-ον
dos de cuyos lados son dos veces más largos que los otros dos κλίναι Arist.Mech.856b1, 5.

German (Pape)

doppelseitig, Arist.

Russian (Dvoretsky)

διπλᾰσιόπλευρος: имеющий продольную сторону вдвое длиннее поперечной (τὰς κλίνας ποιοῦσι διπλασιοπλεύρους Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

διπλᾰσιόπλευρος: -ον, ἔχων δύο πλευράς, διπλασίας τῶν δύο ἄλλων, Ἀριστ. Μηχαν. 25, 1.

Greek Monolingual

διπλασιόπλευρος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο πλευρές διπλάσιες στο μήκος από τις άλλες δύο.