ἀττάκης: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
m (Text replacement - " :" to ":")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=attakis
|Transliteration C=attakis
|Beta Code=a)tta/khs
|Beta Code=a)tta/khs
|Definition=ου, ὁ, a kind of <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[locust]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Le.</span>11.22</span> ([[ἀττακύς]] Al. ibid.): —also [[ἄττακος]], ὁ, Aristeas <span class="bibl">145</span>, <span class="bibl">Ph.1.85</span>.</span>
|Definition=ἀττάκου, ὁ, a kind of [[locust]], [[LXX]] ''Le.''11.22 ([[ἀττακύς]] Al. ibid.): —also [[ἄττακος]], ὁ, Aristeas 145, Ph.1.85.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[ἀττάκης]], -ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἄττακος]] Aristeas 145; [[ἀττακός]] Ph.1.85<br />entom. cierta [[langosta]] [[LXX]] <i>Le</i>.11.22, Aristeas [[l.c.]], Ph.l.c.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀττάκης''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] ἀκρίδος ἐχούσης κεφαλὴν λείαν καὶ συχναζούσης εἰς πετρώδη μέρη, πιθαν. [[λέξις]] Χαλδαϊκὴ σημαίνουσα τὸν καταβιβρώσκοντα, καὶ [[ταῦτα]] φάγεσθε ἀπ’ αὐτῶν τὸν βροῦχον καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ, καὶ τὸν ἀττάκην καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ Ἑβδ. (Λευ. ια΄, 23), ἴδε Sturz Διαλ. Μακ. σ. 70· ― παρὰ Φίλωνι (1. 85) καὶ [[ἄττακος]]· ― Πρβλ. [[ἀττέλαβος]].
|lstext='''ἀττάκης''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] ἀκρίδος ἐχούσης κεφαλὴν λείαν καὶ συχναζούσης εἰς πετρώδη μέρη, πιθαν. [[λέξις]] Χαλδαϊκὴ σημαίνουσα τὸν καταβιβρώσκοντα, καὶ [[ταῦτα]] φάγεσθε ἀπ’ αὐτῶν τὸν βροῦχον καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ, καὶ τὸν ἀττάκην καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ Ἑβδ. (Λευ. ια΄, 23), ἴδε Sturz Διαλ. Μακ. σ. 70· ― παρὰ Φίλωνι (1. 85) καὶ [[ἄττακος]]· ― Πρβλ. [[ἀττέλαβος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=[[ἀττάκης]], -ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἄττακος]] Aristeas 145; [[ἀττακός]] Ph.1.85<br />entom. cierta [[langosta]] [[LXX]] <i>Le</i>.11.22, Aristeas [[l.c.]], Ph.l.c.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀττάκης Medium diacritics: ἀττάκης Low diacritics: αττάκης Capitals: ΑΤΤΑΚΗΣ
Transliteration A: attákēs Transliteration B: attakēs Transliteration C: attakis Beta Code: a)tta/khs

English (LSJ)

ἀττάκου, ὁ, a kind of locust, LXX Le.11.22 (ἀττακύς Al. ibid.): —also ἄττακος, ὁ, Aristeas 145, Ph.1.85.

Spanish (DGE)

ἀττάκης, -ου, ὁ
• Alolema(s): tb. ἄττακος Aristeas 145; ἀττακός Ph.1.85
entom. cierta langosta LXX Le.11.22, Aristeas l.c., Ph.l.c.

German (Pape)

[Seite 389] ὁ, eine Heuschreckenart, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀττάκης: -ου, ὁ, εἶδος ἀκρίδος ἐχούσης κεφαλὴν λείαν καὶ συχναζούσης εἰς πετρώδη μέρη, πιθαν. λέξις Χαλδαϊκὴ σημαίνουσα τὸν καταβιβρώσκοντα, καὶ ταῦτα φάγεσθε ἀπ’ αὐτῶν τὸν βροῦχον καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ, καὶ τὸν ἀττάκην καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ Ἑβδ. (Λευ. ια΄, 23), ἴδε Sturz Διαλ. Μακ. σ. 70· ― παρὰ Φίλωνι (1. 85) καὶ ἄττακος· ― Πρβλ. ἀττέλαβος.

Greek Monolingual

ἀττάκης και ἄττακος και ἀττακύς, ο (Α)
είδος ακρίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το αττέλαβος].

Frisk Etymological English

-ου
Grammatical information: m.
Meaning: kind of locust (LXX)
Other forms: Also ἀττακύς (LXX), ἄττακος m. (Aristeas, Ph.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]
Etymology: Unknown. Loan word, from the orient, or from the substr? Cf. ἀττέλαβος. S. Gil, Insectos 238.

Frisk Etymology German

ἀττάκης: -ου
{attákēs}
Forms: und ἀττακύς (LXX), ἄττακος m. (Aristeas, Ph.).
Grammar: m.
Meaning: Art Heuschrecke.
Etymology: Unerklärt. Vgl. zu ἀττέλαβος.
Page 1,182