ἀλύτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
m (Text replacement - "‘([\w\s]+)’" to "‘$1’")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=alytis
|Transliteration C=alytis
|Beta Code=a)lu/ths
|Beta Code=a)lu/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[police-officer]] at Olympic games (and elsewhere), <span class="title">Inscr.Olymp.</span>483, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>72.14</span>.</span>
|Definition=ἀλύτου, ὁ, [[police officer]] at [[Olympic games]] (and elsewhere), ''Inscr.Olymp.''483, ''EM''72.14.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἀλλύτης]] Ἀρχ.Ἐφ. 1905.255 (Olimpia III d.C.)<br />[[policía]] en los juegos Olímpicos <i>IO</i> 483, cf. <i>EM</i> 960.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Tal vez de *Ϝαλυτᾱς ‘[[portador de un garrote]]’, si es correcta la aproximación a gót. <i>walus</i> ‘[[garrote]]’; cf. lat. <i>[[uallus]]</i> ‘[[palo]]’.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλύτης''': -ου, ὁ, ὁ κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας φυλάττων τὴν τάξιν, «Ἠλεῖοι... τοὺς ῥαβδοφόρους ἢ μαστιγοφόρους παρὰ τοῖς ἄλλοις καλουμένους, ἀλύτας καλοῦσι», Ἐτυμ. Μ. 72. 12, Λατ. lictor: ὁ ἄρχων αὐτῶν ἐκαλεῖτο ἀλυτάρχης, καὶ [[ἔργον]] [[αὐτοῦ]] ἦτο νὰ φροντίζῃ περὶ τῆς εὐκοσμίας ἐν γένει τῶν ἀγώνων, Λουκ. Ἑρμότ. 40, Συλλ. Ἐπιγρ. 3170: εὕρηται καὶ ἀλύταρχος, Μαλ. 417.
|lstext='''ἀλύτης''': -ου, ὁ, ὁ κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας φυλάττων τὴν τάξιν, «Ἠλεῖοι... τοὺς ῥαβδοφόρους ἢ μαστιγοφόρους παρὰ τοῖς ἄλλοις καλουμένους, ἀλύτας καλοῦσι», Ἐτυμ. Μ. 72. 12, Λατ. lictor: ὁ ἄρχων αὐτῶν ἐκαλεῖτο ἀλυτάρχης, καὶ [[ἔργον]] αὐτοῦ ἦτο νὰ φροντίζῃ περὶ τῆς εὐκοσμίας ἐν γένει τῶν ἀγώνων, Λουκ. Ἑρμότ. 40, Συλλ. Ἐπιγρ. 3170: εὕρηται καὶ ἀλύταρχος, Μαλ. 417.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἀλλύτης]] Ἀρχ.Ἐφ. 1905.255 (Olimpia III d.C.)<br />[[policía]] en los juegos Olímpicos <i>IO</i> 483, cf. <i>EM</i> 960.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Tal vez de *Ϝαλυτᾱς ‘[[portador de un garrote]]’, si es correcta la aproximación a gót. <i>walus</i> ‘[[garrote]]’; cf. lat. <i>uallus</i> ‘[[palo]]’.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλύτης]], ο (Α)<br />αυτός που επέβλεπε για την [[τήρηση]] της τάξεως [[κατά]] τους ολυμπιακούς αγώνες (οι [[ἀλύται]] ήσαν άνδρες ραβδοφόροι ή μαστιγοφόροι και είχαν επικεφαλής τον αλυτάρχη).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] αβέβαιης προελεύσεως. Κατά μία [[άποψη]] [[είναι]] πιθ. να πρόκειται για λ. ιλλυρική. Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. <i>Fαλυ</i>-<i>τᾶς</i> «[[ραβδοφόρος]]» και θεωρείται [[συγγενής]] με το γοτθ. walus «[[ράβδος]]», [[καθώς]] και με το αρχ. σκανδ. volr «κυλινδρική [[ράβδος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀλυτάρχης]]].
|mltxt=[[ἀλύτης]], ο (Α)<br />αυτός που επέβλεπε για την [[τήρηση]] της τάξεως [[κατά]] τους ολυμπιακούς αγώνες (οι [[ἀλύται]] ήσαν άνδρες ραβδοφόροι ή μαστιγοφόροι και είχαν επικεφαλής τον αλυτάρχη).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] αβέβαιης προελεύσεως. Κατά μία [[άποψη]] [[είναι]] πιθ. να πρόκειται για λ. ιλλυρική. Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. <i>Fαλυ</i>-<i>τᾶς</i> «[[ραβδοφόρος]]» και θεωρείται [[συγγενής]] με το γοτθ. walus «[[ράβδος]]», [[καθώς]] και με το αρχ. σκανδ. volr «κυλινδρική [[ράβδος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀλυτάρχης]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλύτης Medium diacritics: ἀλύτης Low diacritics: αλύτης Capitals: ΑΛΥΤΗΣ
Transliteration A: alýtēs Transliteration B: alytēs Transliteration C: alytis Beta Code: a)lu/ths

English (LSJ)

ἀλύτου, ὁ, police officer at Olympic games (and elsewhere), Inscr.Olymp.483, EM72.14.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): tb. ἀλλύτης Ἀρχ.Ἐφ. 1905.255 (Olimpia III d.C.)
policía en los juegos Olímpicos IO 483, cf. EM 960.
• Etimología: Tal vez de *Ϝαλυτᾱς ‘portador de un garrote’, si es correcta la aproximación a gót. walusgarrote’; cf. lat. ualluspalo’.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλύτης: -ου, ὁ, ὁ κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας φυλάττων τὴν τάξιν, «Ἠλεῖοι... τοὺς ῥαβδοφόρους ἢ μαστιγοφόρους παρὰ τοῖς ἄλλοις καλουμένους, ἀλύτας καλοῦσι», Ἐτυμ. Μ. 72. 12, Λατ. lictor: ὁ ἄρχων αὐτῶν ἐκαλεῖτο ἀλυτάρχης, καὶ ἔργον αὐτοῦ ἦτο νὰ φροντίζῃ περὶ τῆς εὐκοσμίας ἐν γένει τῶν ἀγώνων, Λουκ. Ἑρμότ. 40, Συλλ. Ἐπιγρ. 3170: εὕρηται καὶ ἀλύταρχος, Μαλ. 417.

Greek Monolingual

ἀλύτης, ο (Α)
αυτός που επέβλεπε για την τήρηση της τάξεως κατά τους ολυμπιακούς αγώνες (οι ἀλύται ήσαν άνδρες ραβδοφόροι ή μαστιγοφόροι και είχαν επικεφαλής τον αλυτάρχη).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης προελεύσεως. Κατά μία άποψη είναι πιθ. να πρόκειται για λ. ιλλυρική. Κατ’ άλλη άποψη, η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. Fαλυ-τᾶς «ραβδοφόρος» και θεωρείται συγγενής με το γοτθ. walus «ράβδος», καθώς και με το αρχ. σκανδ. volr «κυλινδρική ράβδος».
ΣΥΝΘ. αρχ.-μσν. ἀλυτάρχης].