μεταλλουργός: Difference between revisions
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metallourgos | |Transliteration C=metallourgos | ||
|Beta Code=metallourgo/s | |Beta Code=metallourgo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[miner]], [[Diodorus Siculus|D.S.]] 5.37, Dsc.5.74. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:30, 27 March 2024
English (LSJ)
ὁ, miner, D.S. 5.37, Dsc.5.74.
German (Pape)
[Seite 149] Metalle verarbeitend, Sp.
Greek Monolingual
ο (Α μεταλλουργός)
αυτός που εργάζεται σε μεταλλείο, μεταλλωρύχος
νεοελλ.
1. τεχνίτης που κατεργάζεται μέταλλα
2. επιστήμονας που ασχολείται με τη μεταλλουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο + -ουργός].
Russian (Dvoretsky)
μεταλλουργός: ὁ рудокоп Diod.