σιγητής: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sigitis | |Transliteration C=sigitis | ||
|Beta Code=sighth/s | |Beta Code=sighth/s | ||
|Definition= | |Definition=σιγητοῦ, ὁ, [[one who keeps silence]], of Bacchic initiates, in plural, ''AJA''37.262 (Latium, ii A.D., <b class="b3">σειγ-</b>). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α [[σιγῶ]]<br />([[κυρίως]] για τους μύστες του Βάκχου) αυτός που τηρεί [[σιγή]], που παραμένει [[σιωπηλός]]. | |mltxt=ὁ, Α [[σιγῶ]]<br />([[κυρίως]] για τους μύστες του Βάκχου) αυτός που τηρεί [[σιγή]], που παραμένει [[σιωπηλός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:14, 25 August 2023
English (LSJ)
σιγητοῦ, ὁ, one who keeps silence, of Bacchic initiates, in plural, AJA37.262 (Latium, ii A.D., σειγ-).
Greek Monolingual
ὁ, Α σιγῶ
(κυρίως για τους μύστες του Βάκχου) αυτός που τηρεί σιγή, που παραμένει σιωπηλός.