φαλιός: Difference between revisions
From LSJ
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=falios | |Transliteration C=falios | ||
|Beta Code=falio/s | |Beta Code=falio/s | ||
|Definition=ά, όν, = [[φάλαρος]], | |Definition=ά, όν, = [[φάλαρος]], Call.''Fr.''176, ''PPetr.''2pp.115,117 (iii B. C.), Procop.''Goth.''1.18. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:32, 25 August 2023
English (LSJ)
ά, όν, = φάλαρος, Call.Fr.176, PPetr.2pp.115,117 (iii B. C.), Procop.Goth.1.18.
Greek (Liddell-Scott)
φαλιός: -ά, -όν, = φαλαρός, Καλλιμ. Ἀποσπ. 176, Εὐστ., Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ά, -όν, ΜΑ, και φάλιος Α
λευκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη ρίζα του επιθ. φαλός (βλ. λ. φαλός), εμφανίζει θ. φαλ-ι- (πρβλ. φαλ-ί-σσομαι) και έχει σχηματιστεί είτε με κατάλ. -ος είτε με κατάλ. -Fος κατά το πολιός (< πολιFός). Κατά μία άποψη, το επίθ. μπορεί να συνδεθεί με τον τ. βαλιός, αν αυτός αναχθεί στην ίδια ΙΕ ρίζα με το φαλός (βλ. και βαλιός)].