φωνικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fonikos
|Transliteration C=fonikos
|Beta Code=fwniko/s
|Beta Code=fwniko/s
|Definition=ή, όν = [[φωνητικός]], Phld.<span class="title">Mus.</span>p.35 K.; οἱ φ. [[declaimers]], Cat.Cod.Astr.8(4).213,214.
|Definition=φωνική, φωνικόν = [[φωνητικός]], Phld.''Mus.''p.35 K.; οἱ φ. [[declaimers]], Cat.Cod.Astr.8(4).213,214.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[φωνή]]<br />αυτός που έχει και παράγει [[φωνή]], [[φωνήεις]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ φωνικοί</i><br />οι ρήτορες.
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[φωνή]]<br />αυτός που έχει και παράγει [[φωνή]], [[φωνήεις]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ φωνικοί</i><br />οι ρήτορες.
}}
}}

Latest revision as of 11:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωνικός Medium diacritics: φωνικός Low diacritics: φωνικός Capitals: ΦΩΝΙΚΟΣ
Transliteration A: phōnikós Transliteration B: phōnikos Transliteration C: fonikos Beta Code: fwniko/s

English (LSJ)

φωνική, φωνικόν = φωνητικός, Phld.Mus.p.35 K.; οἱ φ. declaimers, Cat.Cod.Astr.8(4).213,214.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ φωνή
αυτός που έχει και παράγει φωνή, φωνήεις
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ φωνικοί
οι ρήτορες.