διαλλακτικός: Difference between revisions
From LSJ
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diallaktikos | |Transliteration C=diallaktikos | ||
|Beta Code=diallaktiko/s | |Beta Code=diallaktiko/s | ||
|Definition= | |Definition=διαλλακτική, διαλλακτικόν, [[inclined to mediate]], D.H.7.34. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[inclinado a hacer de mediador]], [[tendente a la mediación]], [[pacificador]] δόξας μέτριος ὀργὴν εἶναι καὶ [[διαλλακτικός]] D.H.7.34, (θυσίαι) διαλλακτικαί (sacrificios) que apaciguan (a los dioses)</i>, Sud.s.u. θυσία. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαλλακτικός''': -ή, -όν, κλίνων ἢ [[ἐπιτήδειος]] πρὸς διαλλαγὴν, συμφιλιωτικός, Διον. Ἁλ. 7. 34. | |lstext='''διαλλακτικός''': -ή, -όν, κλίνων ἢ [[ἐπιτήδειος]] πρὸς διαλλαγὴν, συμφιλιωτικός, Διον. Ἁλ. 7. 34. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διαλλακτικός]], -ή, -όν) [[διαλλάσσω]]<br />[[συμφιλιωτικός]], [[συμβιβαστικός]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[διαλλακτικός]], -ή, -όν) [[διαλλάσσω]]<br />[[συμφιλιωτικός]], [[συμβιβαστικός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:58, 25 August 2023
English (LSJ)
διαλλακτική, διαλλακτικόν, inclined to mediate, D.H.7.34.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
inclinado a hacer de mediador, tendente a la mediación, pacificador δόξας μέτριος ὀργὴν εἶναι καὶ διαλλακτικός D.H.7.34, (θυσίαι) διαλλακτικαί (sacrificios) que apaciguan (a los dioses), Sud.s.u. θυσία.
German (Pape)
[Seite 587] ή, όν, zur Versöhnung geneigt, Dion. Hal. 7, 34.
Greek (Liddell-Scott)
διαλλακτικός: -ή, -όν, κλίνων ἢ ἐπιτήδειος πρὸς διαλλαγὴν, συμφιλιωτικός, Διον. Ἁλ. 7. 34.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διαλλακτικός, -ή, -όν) διαλλάσσω
συμφιλιωτικός, συμβιβαστικός.