δωροληψία: Difference between revisions
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dorolipsia | |Transliteration C=dorolipsia | ||
|Beta Code=dwrolhyi/a | |Beta Code=dwrolhyi/a | ||
|Definition=ἡ, [[taking of presents]], < | |Definition=ἡ, [[taking of presents]], Com.Adesp.987, D.C.39.55. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[hecho de aceptar regalos]], [[venalidad]], [[ἀδικία]] συνεργεῖ ... διὰ τῆς δωροληψίας <i>T.Reub</i>.3.6, [[ἀπληστία]] τῶν δωροληψιῶν Ephr.Syr.1.132A, cf. Eust.835.18.<br /><b class="num">2</b> [[soborno]] ὁ μὲν τῇ χάριτι ὁ δὲ τῇ δωροληψίᾳ ... αὐτὸν κατήγαγον D.C.39.55.3, cf. Apollon.Antimontan. en Eus.<i>HE</i> 5.18.2, λημμάτων ἔφεσις καὶ δωροληψίας Cyr.Al.M.70.1309B, δ., πραΰνουσα καὶ τοὺς ἐχθίστους Eust.1366.24. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δωροληψία''': ἡ, τὸ λαμβάνειν δῶρα, Δίων, Κ. 39. 55, Α. Β. 35. | |lstext='''δωροληψία''': ἡ, τὸ λαμβάνειν δῶρα, Δίων, Κ. 39. 55, Α. Β. 35. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[δωροληψία]])<br />[[αποδοχή]] δώρων για [[μεροληψία]], [[δωροδοκία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αποδοχή]] δώρων που δεν συνεπάγεται ποινικό κολασμό. | |mltxt=η (AM [[δωροληψία]])<br />[[αποδοχή]] δώρων για [[μεροληψία]], [[δωροδοκία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αποδοχή]] δώρων που δεν συνεπάγεται ποινικό κολασμό. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:16, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, taking of presents, Com.Adesp.987, D.C.39.55.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 hecho de aceptar regalos, venalidad, ἀδικία συνεργεῖ ... διὰ τῆς δωροληψίας T.Reub.3.6, ἀπληστία τῶν δωροληψιῶν Ephr.Syr.1.132A, cf. Eust.835.18.
2 soborno ὁ μὲν τῇ χάριτι ὁ δὲ τῇ δωροληψίᾳ ... αὐτὸν κατήγαγον D.C.39.55.3, cf. Apollon.Antimontan. en Eus.HE 5.18.2, λημμάτων ἔφεσις καὶ δωροληψίας Cyr.Al.M.70.1309B, δ., πραΰνουσα καὶ τοὺς ἐχθίστους Eust.1366.24.
German (Pape)
[Seite 695] ἡ, das Annehmen von Geschenken, D. C. 39, 55 u. Sp.; B. A. 35 erkl. δωροδοκία.
Greek (Liddell-Scott)
δωροληψία: ἡ, τὸ λαμβάνειν δῶρα, Δίων, Κ. 39. 55, Α. Β. 35.
Greek Monolingual
η (AM δωροληψία)
αποδοχή δώρων για μεροληψία, δωροδοκία
νεοελλ.
αποδοχή δώρων που δεν συνεπάγεται ποινικό κολασμό.