θορικός: Difference between revisions
φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thorikos | |Transliteration C=thorikos | ||
|Beta Code=qoriko/s | |Beta Code=qoriko/s | ||
|Definition= | |Definition=θορική, θορικόν, of or for the [[semen]], <b class="b3">πόροι θ.</b> [[ductus seminales]], Arist. ''GA''720b13, al.; [τὰ] θορικά [[partes seminales]], ib.755b20; <b class="b3">τροφὴ θ.</b> Ruf. ''Sat.Gon.''12. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1214.png Seite 1214]] zum Saamen gehörig, ihn enthaltend, [[πόρος]], Saamengang, Arist. H. A. 4, 2 u. öfter; Ath. VII, 315 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1214.png Seite 1214]] zum Saamen gehörig, ihn enthaltend, [[πόρος]], Saamengang, Arist. H. A. 4, 2 u. öfter; Ath. VII, 315 a. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θορῐκός:''' [[семенной]] ([[πόρος]] Arst.): τὰ θορικά анат. Arst. семенной аппарат. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θορικός]], -ή, -όν (Α) [[θορός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ανδρικό [[σπέρμα]], αυτός που περιέχει σπόρο<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ θορικά</i><br />τα μόρια που περιέχουν [[σπέρμα]]. | |mltxt=[[θορικός]], -ή, -όν (Α) [[θορός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ανδρικό [[σπέρμα]], αυτός που περιέχει σπόρο<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ θορικά</i><br />τα μόρια που περιέχουν [[σπέρμα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
θορική, θορικόν, of or for the semen, πόροι θ. ductus seminales, Arist. GA720b13, al.; [τὰ] θορικά partes seminales, ib.755b20; τροφὴ θ. Ruf. Sat.Gon.12.
German (Pape)
[Seite 1214] zum Saamen gehörig, ihn enthaltend, πόρος, Saamengang, Arist. H. A. 4, 2 u. öfter; Ath. VII, 315 a.
Russian (Dvoretsky)
θορῐκός: семенной (πόρος Arst.): τὰ θορικά анат. Arst. семенной аппарат.
Greek (Liddell-Scott)
θορικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν σπόρον, πόροι θ., Λατ. ductus seminales, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 14, 3, κ. ἀλλ.· τὰ θορικά, partes seminales, αυτόθι 3. 5, 4.
Greek Monolingual
θορικός, -ή, -όν (Α) θορός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ανδρικό σπέρμα, αυτός που περιέχει σπόρο
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ θορικά
τα μόρια που περιέχουν σπέρμα.