κηπευτός: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kipeftos
|Transliteration C=kipeftos
|Beta Code=khpeuto/s
|Beta Code=khpeuto/s
|Definition=ή, όν, [[cultivated]], [[grown in a garden]], Dsc.3.45, <span class="title">Gp.</span>12.30.7, <span class="bibl">Paul.Aeg.1.13</span>.
|Definition=κηπευτή, κηπευτόν, [[cultivated]], [[grown in a garden]], Dsc.3.45, ''Gp.''12.30.7, Paul.Aeg.1.13.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[κηπευτός]], -ή, -όν) [[κηπευω]]<br />(για φυτά) αυτός που καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, [[ήμερος]] («κηπευτὸν [[σκόρδον]]», <b>Διοσκ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[κηπευτός]], -ή, -όν) [[κηπευω]]<br />(για φυτά) αυτός που καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, [[ήμερος]] («κηπευτὸν [[σκόρδον]]», <b>Διοσκ.</b>).
}}
{{pape
|ptext=Adj. verb. zu [[κηπεύω]], <i>im [[Garten]] [[gebaut]]</i>, Diosc.
}}
}}

Latest revision as of 11:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηπευτός Medium diacritics: κηπευτός Low diacritics: κηπευτός Capitals: ΚΗΠΕΥΤΟΣ
Transliteration A: kēpeutós Transliteration B: kēpeutos Transliteration C: kipeftos Beta Code: khpeuto/s

English (LSJ)

κηπευτή, κηπευτόν, cultivated, grown in a garden, Dsc.3.45, Gp.12.30.7, Paul.Aeg.1.13.

Greek (Liddell-Scott)

κηπευτός: -ή, -όν, κεκαλλιεργημένος, ἐντὸς κήπου αὐξανόμενος, Διοσκ. 3. 52.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ κηπευτός, -ή, -όν) κηπευω
(για φυτά) αυτός που καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, ήμερος («κηπευτὸν σκόρδον», Διοσκ.).

German (Pape)

Adj. verb. zu κηπεύω, im Garten gebaut, Diosc.