κοπριακός: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kopriakos | |Transliteration C=kopriakos | ||
|Beta Code=kopriako/s | |Beta Code=kopriako/s | ||
|Definition= | |Definition=κοπριακή, κοπριακόν, [[concerning manure]], PGoodsp.Cair.30 xxxiv 16 (ii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοπριακός]], -ή, -όν (Α) [[κοπρία]]<br /><b>πάπ.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[κοπριά]], ο της κοπριάς. | |mltxt=[[κοπριακός]], -ή, -όν (Α) [[κοπρία]]<br /><b>πάπ.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[κοπριά]], ο της κοπριάς. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 25 August 2023
English (LSJ)
κοπριακή, κοπριακόν, concerning manure, PGoodsp.Cair.30 xxxiv 16 (ii A. D.).
Greek Monolingual
κοπριακός, -ή, -όν (Α) κοπρία
πάπ. αυτός που αναφέρεται στην κοπριά, ο της κοπριάς.