κοπριακός

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπριακός Medium diacritics: κοπριακός Low diacritics: κοπριακός Capitals: ΚΟΠΡΙΑΚΟΣ
Transliteration A: kopriakós Transliteration B: kopriakos Transliteration C: kopriakos Beta Code: kopriako/s

English (LSJ)

κοπριακή, κοπριακόν, concerning manure, PGoodsp.Cair.30 xxxiv 16 (ii A. D.).

Greek Monolingual

κοπριακός, -ή, -όν (Α) κοπρία
πάπ. αυτός που αναφέρεται στην κοπριά, ο της κοπριάς.