κροτητικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krotitikos | |Transliteration C=krotitikos | ||
|Beta Code=krothtiko/s | |Beta Code=krothtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=κροτητική, κροτητικόν, [[plausible]], αἴτησις Dosith. p.427 K. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κροτητικός]], -ή, -όν (Α) [[κροτώ]]<br />αυτός στον οποίο αξίζει [[επιδοκιμασία]] ή [[έπαινος]]. | |mltxt=[[κροτητικός]], -ή, -όν (Α) [[κροτώ]]<br />αυτός στον οποίο αξίζει [[επιδοκιμασία]] ή [[έπαινος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:33, 25 August 2023
English (LSJ)
κροτητική, κροτητικόν, plausible, αἴτησις Dosith. p.427 K.
Greek Monolingual
κροτητικός, -ή, -όν (Α) κροτώ
αυτός στον οποίο αξίζει επιδοκιμασία ή έπαινος.