κροτητικός

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροτητικός Medium diacritics: κροτητικός Low diacritics: κροτητικός Capitals: ΚΡΟΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: krotētikós Transliteration B: krotētikos Transliteration C: krotitikos Beta Code: krothtiko/s

English (LSJ)

κροτητική, κροτητικόν, plausible, αἴτησις Dosith. p.427 K.

Greek Monolingual

κροτητικός, -ή, -όν (Α) κροτώ
αυτός στον οποίο αξίζει επιδοκιμασία ή έπαινος.