λικμητικός: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=likmitikos | |Transliteration C=likmitikos | ||
|Beta Code=likmhtiko/s | |Beta Code=likmhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=λικμητική, λικμητικόν, of or for [[winnowing]], πτύον Eust.135.43. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:55, 25 August 2023
English (LSJ)
λικμητική, λικμητικόν, of or for winnowing, πτύον Eust.135.43.
German (Pape)
[Seite 46] zum Getreidereinigen gehörig, worfelnd, Eust. 135, 43.
Greek (Liddell-Scott)
λικμητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λίκμησιν, πτύον Εὐστ. 135. 43.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM λικμητικός, -ή, -όν) λικμώ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λίχνισμα, λιχνιστικός, κατάλληλος για λίχνισμα («λικμητικὸν πτύον», Ευστ.).