μετούσιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metoysios
|Transliteration C=metoysios
|Beta Code=metou/sios
|Beta Code=metou/sios
|Definition=ον, [[inferior to Being]], opp. [[ὑπερούσιος]], Phlp.in de An.504.21.
|Definition=μετούσιον, [[inferior to Being]], opp. [[ὑπερούσιος]], Phlp.in de An.504.21.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετούσιος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατώτερος]] του όντος, της υπάρξεως της ουσίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ούσιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐσία]]), [[πρβλ]]. [[ανούσιος]], [[περιούσιος]]].
|mltxt=[[μετούσιος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατώτερος]] του όντος, της υπάρξεως της ουσίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ούσιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐσία]]), [[πρβλ]]. [[ανούσιος]], [[περιούσιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετούσιος Medium diacritics: μετούσιος Low diacritics: μετούσιος Capitals: ΜΕΤΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: metoúsios Transliteration B: metousios Transliteration C: metoysios Beta Code: metou/sios

English (LSJ)

μετούσιον, inferior to Being, opp. ὑπερούσιος, Phlp.in de An.504.21.

Greek Monolingual

μετούσιος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατώτερος του όντος, της υπάρξεως της ουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -ούσιος (< οὐσία), πρβλ. ανούσιος, περιούσιος].