ἐκθέτης: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekthetis
|Transliteration C=ekthetis
|Beta Code=e)kqe/ths
|Beta Code=e)kqe/ths
|Definition=ου, ὁ, [[balcony]], Sm.<span class="title">3 Ki.</span>6.4.
|Definition=ἐκθέτου, ὁ, [[balcony]], Sm.''3 Ki.''6.4.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 12:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκθέτης Medium diacritics: ἐκθέτης Low diacritics: εκθέτης Capitals: ΕΚΘΕΤΗΣ
Transliteration A: ekthétēs Transliteration B: ekthetēs Transliteration C: ekthetis Beta Code: e)kqe/ths

English (LSJ)

ἐκθέτου, ὁ, balcony, Sm.3 Ki.6.4.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Grafía: graf. ἐχθ- PMich.680.22 (III/IV d.C.)
1 balcón o mirador θυρίδας καὶ ἐκθέτας ἐπισκέποντας Sm.3Re.6.4, cf. Hier.Ezech.12.41.1569, Gloss.2.128, 290.
2 cierta cesta, banasta o batea, PMich.l.c.
3 el que expone, el que presenta ὁ Ἐθνικῶν ἐ. el autor de los «Gentilicios» ref. a Esteban de Bizancio, Eust.304.27.

Greek Monolingual

ο (θηλ. εκθέτις και εκθέτρια) (Α ἐκθέτης)
νεοελλ.
1. αυτός που συμμετέχει με εκθέματα σε εμπορική, καλλιτεχνική κ.λπ. έκθεση
2. μαθ. ο αριθμός που καθορίζει τη δύναμη στην οποία υψώνεται μια ποσότητα
αρχ.
εξώστης, μπαλκόνι.