συκαστής: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sykastis | |Transliteration C=sykastis | ||
|Beta Code=sukasth/s | |Beta Code=sukasth/s | ||
|Definition= | |Definition=συκαστοῦ, ὁ, = [[συκοφάντης]], ''EM''733.55: fem. [[συκάστρια]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:29, 25 August 2023
English (LSJ)
συκαστοῦ, ὁ, = συκοφάντης, EM733.55: fem. συκάστρια, Hsch.
German (Pape)
[Seite 973] ὁ, der Feigenpflücker. – Auch = συκοφάντης, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκαστής: -οῦ, ὁ, = συκοφάντης, Ἐτυμ. Μέγ.· ― θηλ. συκάστρια, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ό, θηλ. συκάστρια, Α συκάζω
(κατά τον Ησύχ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) ο συκοφάντης, δηλαδή αυτός που κατήγγελλε τους κλέφτες ή τους λαθρεμπόρους σύκων.