διατακτικός: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diataktikos
|Transliteration C=diataktikos
|Beta Code=diataktiko/s
|Beta Code=diataktiko/s
|Definition=ή, όν, [[capable of ordering]], [[arranging]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span>p.52</span> J., <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>82</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> <span class="title">Gloss.</span>
|Definition=διατακτική, διατακτικόν, [[capable of ordering]], [[arranging]], Phld.''Oec.''p.52 J., Ptol.''Tetr.''82. Adv. [[διατακτικῶς]] ''Glossaria''.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[capaz de dirigir]], [[ordenar]] dicho de los nacidos bajo el signo de Virgo, Vett.Val.15.9<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δ. [[capacidad de ordenar]] Phld.<i>Oec</i>.17.43.<br /><b class="num">2</b> [[que distingue]], [[distintivo]] neutr. compar. como adv. -ώτερον [[de una manera más diferenciada, más elaborada]] de la gramática, S.E.<i>M</i>.1.45.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[de forma ordenada]], <i>Gloss</i>.2.274.<br /><b class="num">2</b> [[de manera distintiva]], [[diferenciada]] ποιότητας δὲ δ. λέγουσι τὰς ἐνεργείας καὶ τὰς ποιήσεις κοινῶς Origenes <i>Or</i>.27.8, cf. Porph.<i>ad Il</i>.p.213.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[capaz de dirigir]], [[ordenar]] dicho de los nacidos bajo el signo de Virgo, Vett.Val.15.9<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δ. [[capacidad de ordenar]] Phld.<i>Oec</i>.17.43.<br /><b class="num">2</b> [[que distingue]], [[distintivo]] neutr. compar. como adv. -ώτερον [[de una manera más diferenciada, más elaborada]] de la gramática, S.E.<i>M</i>.1.45.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[de forma ordenada]], <i>Gloss</i>.2.274.<br /><b class="num">2</b> [[de manera distintiva]], [[diferenciada]] ποιότητας δὲ δ. λέγουσι τὰς ἐνεργείας καὶ τὰς ποιήσεις κοινῶς Origenes <i>Or</i>.27.8, cf. Porph.<i>ad Il</i>.p.213.
}}
{{elru
|elrutext='''διατακτικός:''' [[отличающийся]], [[отличный]] ([[ἀπό]] τινος Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διατακτικός]], -ή, -όν)<br />ο [[κατάλληλος]] για [[διάταξη]], [[διευθέτηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σχετίζεται με [[διάταγμα]] ή [[διαταγή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η διατακτική</i><br />[[έγγραφο]] ειδικού τύπου με το οποίο δίνεται [[άδεια]] εισπράξεως, παραλαβής, αποθήκευσης κ.λπ.<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[διατακτικό]]<br />το δεύτερο [[μέρος]] δικαστικής απόφασης, στο οποίο γίνονται δεκτά ή απορρίπτονται αιτήματα τών διαδίκων.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διατακτικός]], -ή, -όν)<br />ο [[κατάλληλος]] για [[διάταξη]], [[διευθέτηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σχετίζεται με [[διάταγμα]] ή [[διαταγή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η διατακτική</i><br />[[έγγραφο]] ειδικού τύπου με το οποίο δίνεται [[άδεια]] εισπράξεως, παραλαβής, αποθήκευσης κ.λπ.<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[διατακτικό]]<br />το δεύτερο [[μέρος]] δικαστικής απόφασης, στο οποίο γίνονται δεκτά ή απορρίπτονται αιτήματα τών διαδίκων.
}}
{{elru
|elrutext='''διατακτικός:''' [[отличающийся]], [[отличный]] ([[ἀπό]] τινος Sext.).
}}
}}

Latest revision as of 11:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατακτικός Medium diacritics: διατακτικός Low diacritics: διατακτικός Capitals: ΔΙΑΤΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diataktikós Transliteration B: diataktikos Transliteration C: diataktikos Beta Code: diataktiko/s

English (LSJ)

διατακτική, διατακτικόν, capable of ordering, arranging, Phld.Oec.p.52 J., Ptol.Tetr.82. Adv. διατακτικῶς Glossaria.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1capaz de dirigir, ordenar dicho de los nacidos bajo el signo de Virgo, Vett.Val.15.9
neutr. subst. τὸ δ. capacidad de ordenar Phld.Oec.17.43.
2 que distingue, distintivo neutr. compar. como adv. -ώτερον de una manera más diferenciada, más elaborada de la gramática, S.E.M.1.45.
II adv. -ῶς
1 de forma ordenada, Gloss.2.274.
2 de manera distintiva, diferenciada ποιότητας δὲ δ. λέγουσι τὰς ἐνεργείας καὶ τὰς ποιήσεις κοινῶς Origenes Or.27.8, cf. Porph.ad Il.p.213.

Russian (Dvoretsky)

διατακτικός: отличающийся, отличный (ἀπό τινος Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

διατακτικός: -ή, -όν, διακριτικός, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 45, Πτολεμ. Τετρ. 82.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διατακτικός, -ή, -όν)
ο κατάλληλος για διάταξη, διευθέτηση
νεοελλ.
1. αυτός που σχετίζεται με διάταγμα ή διαταγή
2. το θηλ. ως ουσ. η διατακτική
έγγραφο ειδικού τύπου με το οποίο δίνεται άδεια εισπράξεως, παραλαβής, αποθήκευσης κ.λπ.
3. το ουδ. ως ουσ. το διατακτικό
το δεύτερο μέρος δικαστικής απόφασης, στο οποίο γίνονται δεκτά ή απορρίπτονται αιτήματα τών διαδίκων.