отличный
From LSJ
Russian > Greek
ἴδιος, γεννικός, ἐξωτερικός, γενναῖος, ἔξοχος, προφερής, διαιρετός, σπουδαῖος, ἕτερος, ἀλλόκοτος, κεδνός, ἑτεροῖος, δόκιμος, καλός, ἄριστος, κοππαφόρος, ἔξαιτος, διατακτικός, διάκριτος, πανάγαθος, εὔδοξος, δεξιός, ὑπερβάλλων, διάφορος, εὐγενής, εὐηγενής, εὔπαις, χρηστικός, χρηστός, ἀγαθός, ἐσθλός, ἐσλός, δίκαιος