αἰχμαλωτικός: Difference between revisions
From LSJ
Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
mNo edit summary |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aichmalotikos | |Transliteration C=aichmalotikos | ||
|Beta Code=ai)xmalwtiko/s | |Beta Code=ai)xmalwtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=αἰχμαλωτική, αἰχμαλωτικόν, [[of a prisoner]] or [[for a prisoner]], E.''Tr.'' 871. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(αἰχμᾰλωτικός) -ή, -όν<br />[[de prisioneros]], [[de cautivos]] δόμοι E.<i>Tr</i>.871. | |dgtxt=(αἰχμᾰλωτικός) -ή, -όν<br />[[de prisioneros]], [[de cautivos]] δόμοι E.<i>Tr</i>.871. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[de prisonnier de guerre]], [[de captif]].<br />'''Étymologie:''' [[αἰχμάλωτος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰχμᾰλωτικός:''' [[предназначенный для пленнных]] (δόμοι Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰχμᾱλωτικός''': ή όν, ἀνήκων εἰς ἢ [[κατάλληλος]] δι’ αἰχμάλωτον, Εὐρ. Τρῳ. 871. | |lstext='''αἰχμᾱλωτικός''': ή όν, ἀνήκων εἰς ἢ [[κατάλληλος]] δι’ αἰχμάλωτον, Εὐρ. Τρῳ. 871. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰχμᾰλωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι [[κατάλληλος]] για έναν αιχμάλωτο, σε Ευρ. | |lsmtext='''αἰχμᾰλωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι [[κατάλληλος]] για έναν αιχμάλωτο, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 13:06, 10 November 2024
English (LSJ)
αἰχμαλωτική, αἰχμαλωτικόν, of a prisoner or for a prisoner, E.Tr. 871.
Spanish (DGE)
(αἰχμᾰλωτικός) -ή, -όν
de prisioneros, de cautivos δόμοι E.Tr.871.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de prisonnier de guerre, de captif.
Étymologie: αἰχμάλωτος.
Russian (Dvoretsky)
αἰχμᾰλωτικός: предназначенный для пленнных (δόμοι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰχμᾱλωτικός: ή όν, ἀνήκων εἰς ἢ κατάλληλος δι’ αἰχμάλωτον, Εὐρ. Τρῳ. 871.
Greek Monolingual
αἰχμαλωτικός, -ή, -όν (Α) αἰχμάλωτος
αυτός
που ανήκει ή αρμόζει σε αιχμάλωτο.
Greek Monotonic
αἰχμᾰλωτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για έναν αιχμάλωτο, σε Ευρ.
Middle Liddell
[from αἰχμάλωτος
of or for a prisoner, Eur.