ἀλευρίτης: Difference between revisions
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alevritis | |Transliteration C=alevritis | ||
|Beta Code=a)leuri/ths | |Beta Code=a)leuri/ths | ||
|Definition=[[ἄρτος]], | |Definition=[[ἄρτος]], ὁ, bread [[of wheaten flour]] ([[ἄλευρα]]), Diph.Siph. ap. Ath.3.115c, Philistion ib.d; πυροί Ath.Med. ap. Orib.1.2.2. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:14, 25 August 2023
English (LSJ)
ἄρτος, ὁ, bread of wheaten flour (ἄλευρα), Diph.Siph. ap. Ath.3.115c, Philistion ib.d; πυροί Ath.Med. ap. Orib.1.2.2.
Spanish (DGE)
-ου
de harina de trigo, ἄρτος Diph.Siph. en Ath.115d, Philistio 9, πυροί Ath.Med. en Orib.1.2.2.
German (Pape)
[Seite 93] ἄρτος, Brot aus Weizenmehl, Ath. III, 115 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλευρίτης: ἄρτος, ὁ, = ἄρτος ἐξ ἀλεύρων (ἐκ σίτου), Δίφ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 115C.
Greek Monolingual
ο (Α ἀλευρίτης)
νεοελλ.
είδος σιταριού που παρέχει πολύ αλεύρι και λίγο πίτουρο
αρχ.
(στη φρ.) «ἀλευρίτης ἄρτος» — άρτος παρασκευασμένος από σιταρένιο αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλευρον.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλευριτέλαιο].