ἀνακαμπτικός: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anakamptikos
|Transliteration C=anakamptikos
|Beta Code=a)nakamptiko/s
|Beta Code=a)nakamptiko/s
|Definition=ή, όν, [[returning]], διαυλωνισμός <span class="bibl">Eust.1107.63</span>.
|Definition=ἀνακαμπτική, ἀνακαμπτικόν, [[returning]], διαυλωνισμός Eust.1107.63.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακαμπτικός Medium diacritics: ἀνακαμπτικός Low diacritics: ανακαμπτικός Capitals: ΑΝΑΚΑΜΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anakamptikós Transliteration B: anakamptikos Transliteration C: anakamptikos Beta Code: a)nakamptiko/s

English (LSJ)

ἀνακαμπτική, ἀνακαμπτικόν, returning, διαυλωνισμός Eust.1107.63.

Spanish (DGE)

-ή, -όν que da la vuelta, διαυλωνισμός Eust.1107.64.

German (Pape)

[Seite 191] umbiegend, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακαμπτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνακάμπτων, Εὐστ. Ἰλ. σ. 1107.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἀνακαμπτικός, -ή, -όν) ἀνακάμπτω
αυτός που επιφέρει ή επαναφέρει κάμψη.