ἀρρίπιστος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρρίπιστος]], -ον (Α) [[ριπίζω]]<br />αυτός που δεν έχει δροσιστεί ή δεν έχει αεριστεί. | |mltxt=[[ἀρρίπιστος]], -ον (Α) [[ριπίζω]]<br />αυτός που δεν έχει δροσιστεί ή δεν έχει αεριστεί. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>nicht [[ausgelüftet]]</i>, Galen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:59, 24 November 2022
English (LSJ)
[ῑ], ον, not cooled or ventilated, Gal.10.745.
Spanish (DGE)
-ον no ventilado σώματα Gal.10.745.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρίπιστος: [ῑ], -ον, μὴ ῥιπισθείς, μὴ ξηρανθείς, Γαλην. τ. 10, σ. 251.
Greek Monolingual
ἀρρίπιστος, -ον (Α) ριπίζω
αυτός που δεν έχει δροσιστεί ή δεν έχει αεριστεί.
German (Pape)
nicht ausgelüftet, Galen.