ἀκάρπιστος: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akarpistos
|Transliteration C=akarpistos
|Beta Code=a)ka/rpistos
|Beta Code=a)ka/rpistos
|Definition=ον, [[where nothing is to be reaped]], [[unfruitful]], of the sea, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>210</span> (lyr.).
|Definition=ἀκάρπιστον, [[where nothing is to be reaped]], [[unfruitful]], of the sea, E.''Ph.''210 (lyr.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />stérile.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καρπίζω]].
|btext=ος, ον :<br />[[stérile]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καρπίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκάρπιστος:''' [[бесплодный]] (πεδία Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκάρπιστος:''' -ον ([[καρπίζω]]), ο [[τόπος]] όπου δεν υπάρχει [[τίποτα]] για [[κοπή]], για θερισμό, για δρέψιμο, [[τόπος]] [[άκαρπος]]· λέγεται για τη [[θάλασσα]], όπως το [[ἀτρύγητος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀκάρπιστος:''' -ον ([[καρπίζω]]), ο [[τόπος]] όπου δεν υπάρχει [[τίποτα]] για [[κοπή]], για θερισμό, για δρέψιμο, [[τόπος]] [[άκαρπος]]· λέγεται για τη [[θάλασσα]], όπως το [[ἀτρύγητος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκάρπιστος:''' [[бесплодный]] (πεδία Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καρπίζω]]<br />[[where]] [[nothing]] is to be reaped, [[unfruitful]], of the sea, like [[ἀτρύγετος]], Eur.
|mdlsjtxt=[[καρπίζω]]<br />[[where]] [[nothing]] is to be reaped, [[unfruitful]], of the sea, like [[ἀτρύγετος]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 25 August 2023

English (LSJ)

ἀκάρπιστον, where nothing is to be reaped, unfruitful, of the sea, E.Ph.210 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον estéril πεδία del mar, E.Ph.210.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
stérile.
Étymologie: , καρπίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκάρπιστος: бесплодный (πεδία Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάρπιστος: -ον, = ἀκάρπωτος, = ἔνθα οὐδὲν ὑπάρχει πρὸς θερισμόν, ἄκαρπος περὶ τῆς θαλάσσης, ὡς τὸ ἀτρύγητος, Εὐρ. Φοίν. 210· ἴδε περίρρυτος 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκάρπιστος, -ον) καρπίζω
ο άκαρπος, ο άγονος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καρπίσει ακόμη, που δεν έχει αρχίσει να καρποφορεί
2. ο ανώφελος, εκείνος που δεν προσφέρει τίποτε.

Greek Monotonic

ἀκάρπιστος: -ον (καρπίζω), ο τόπος όπου δεν υπάρχει τίποτα για κοπή, για θερισμό, για δρέψιμο, τόπος άκαρπος· λέγεται για τη θάλασσα, όπως το ἀτρύγητος, σε Ευρ.

Middle Liddell

καρπίζω
where nothing is to be reaped, unfruitful, of the sea, like ἀτρύγετος, Eur.