ἀτρύγετος
Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand
English (LSJ)
[ῠ], ον, later η, ον IG3.900:—
A unharvested, barren, freq. in Hom. as epithet of the sea, παρὰ θῖν' ἁλὸς ἀτρυγέτοιο Il.1.316, al.; πόντον ἐπ' ἀ. Od.2.370, al.; also δι' αἰθέρος ἀτρυγέτοιο Il.17.425, Hes. Cat.Oxy.1358.2.34, h.Cer.67,457: Ep. Adj., borrowed by S.Fr.476, Ar.V.1521, Av.1338 (all lyr.).
2 metaph., ἀτρύγετος νύξ, of death, AP 7.735 (Damag.). (Expld. as if from ἀ- priv., τρυγάω by Sch. Od.l. c., etc.: but = ἄτρυτος, never worn out, unresting, acc. to Hdn.Gr.2.284.)
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῡ-]
• Morfología: [tb. -ος, -η, -ον Stesich.32.4, IG 22.3575.9 (II d.C.)]
infecundo, estéril, ἅλς Il.1.316, h.Bacch.2, Ar.V.1521, πόντος Od.2.370, Hes.Th.696, Thgn.248, Sol.1.19, θαλάσση Il.14.204, h.Hom.22.2, Hes.Th.413, πέλαγος Hes.Th.131, ὕδωρ Cypr.9.6, Nonn.D.1.94, ὑπὲρ ἀτρυγέτου γλαυκᾶς ἐπ' οἶδμα λίμνας S.Fr.476, αἰθήρ Il.17.425, h.Cer.67, 457, Hes.Fr.150.35, Stesich.l.c., χθών IG 22.3575.9 (II d.C.), Nonn.D.6.101
•fig. νύξ ἀτρύγετος ref. a la muerte, AP 7.735 (Damag.).
• Etimología: Etim. dud. Se le ha atribuido origen pelásgico, y -τρυγ- sería la palabra ide. *dhrugh- ‘seco’. Está rel. en cualquier caso c. τρύξ, τρυγάω q.u.
German (Pape)
[Seite 389] wo nichts zu ärnten ist, unfruchtbar, öde, bei Hom. häufig Beiwort des Meeres; λίμνη Soph. frg. 423; auch des Aethers, Il. 17, 425; H. h. Cer. 67. 457; νύξ Damag. 11 (VII, 735). – Auch ἡ ἀτρυγέτη, das Meer, Ep. (App. 234).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l'on ne peut rien récolter, stérile.
Étymologie: ἀ, τρυγάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀτρύγετος: (ῠ) бесплодный, пустынный (ἅλς и θάλασσα Hom.; αἰθήρ Hom., HH, Arph.; πόντος Hom. и Hes.): ἀ. νύξ Anth. = θάνατος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρύγετος: -ον, μεταγ. καὶ η, ον, Ἀνθ. Π. παράρτ. 234: - ὁ μὴ παρέχων τρυγητόν, μὴ τρυγούμενος, ἄκαρπος, ἄγονος, συχν. παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῆς θαλάσσης, παρὰ θῖν ἁλὸς ἀτρυγέτοιο Ἰλ. Α. 316, κτλ.· πόντον ἐπ’ ἀτρύγετον Ὀδ. Β. 370, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ αἰθέρος, δι’ αἰθέρος ἀτρυγέτοιο Ἰλ. Ρ. 425, Ὕμν. εἰς Δήμ. 67. 457· Ἐπ. ἐπίθ., παραληφθὲν ὑπὸ Σοφ. (Ἀποσπ. 423), Ἀριστοφ. ἐν Σφηξὶ 1521, Ὄρν. 1338. (ἅπαντα λυρικά.): ‒ οὕτως ὁ Εὐρ. ὁμιλεῖ περὶ ἀκαρπίστων πεδίων τῆς θαλάσσης, τὸ δὲ τραφερή, καρποφόρος χώρα, γῆ, ἀντιτίθεται παρ’ Ὁμ. τῇ θαλάσσῃ, ἴδε Heyne Ἰλ. Α. 316. 2) μεταφ. ἀτρύγετος νύξ, ἐπὶ τοῦ θανάτου, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 735. (Ἡ λέξις ἑρμηνεύεται ἀνωτ. ὥς εἰ παρήγετο ἐκ τοῦ α-, τρυγάω: ἀλλ’ ὅμως εἶναι = ἄτρυτος, ἀκαταπόνητος, ἀνήσυχος κατὰ τὸν Ἡρωδιαν. ἐν Ἐτυμ. Μ. 167· ὁπόθεν ὁ Κούρτιος ὑποπτεύει, ὅτι ἀρχικῶς ἦτο ἀτρύϝετος, καὶ ὅτι τὸ γ παριστᾷ τὸ δίγαμμα).
English (Autenrieth)
barren; epithet of the sea, and once of the sky, Il. 17.425. This is the ancient and traditional interpretation of the word, but according to some moderns it means restless.
Greek Monolingual
ἀτρύγετος, -ον (Α)
1. άκαρπος, άγονος
2. ακαταπόνητος
3. λαμπρός, καθαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ήδη αρχαία, ο τ. ατρύγετος < α στερ. + τρυγάω, -ώ και σημαίνει «άκαρπος, άγονος», ενώ, κατ' άλλους, συνδέεται με το τρύω και δηλώνει «τον ακαταπόνητο, τον ακούραστο»: ατρύγετος < ατρύετος = άτρυτος, ρηματικό επίθ. του τρύω (πρβλ. ατίετος-άτιτος), με ανάπτυξη ενός φθόγγου -γ-. Τέλος, η ετυμολ. του τ. από ρήμα που προήλθε από τη λ. τρυξ «κατακάθι, θολό κρασί» οδηγεί σε σημασία «μη θολωμένος, καθαρός», η οποία, αν και δεν μαρτυρείται στην αρχαία παράδοση, ταιριάζει για τη θάλασσα και τον αιθέρα, που συνήθως χαρακτηρίζει η λ. ατρύγετος στον Όμηρο και τον Ησίοδο. Ο όρος είναι σπάνιος στους χορούς της τραγωδίας ή κωμωδίας, ενώ σε μεταγενέστερους χρόνους χρησιμοποιείται μεταφορικά για τον θάνατο (ατρύγετος νυξ). Για την κατάλ. της λ. ατρύγετος πρβλ. τηλύγετος, Ταΰγετος].
Greek Monotonic
ἀτρύγετος: -η, -ον (τρῠγάω), αυτός που δεν παρέχει σοδειά, άκαρπος, λέγεται για τη θάλασσα, σε Όμηρ.· λέγεται για τον αιθέρα, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: uncertain (Il.)
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [00] *trug- dry
Etymology: Of the sea (of the ether). In antiquity seen as un-fruitful, to τρυγάω, but the formation of the word seems impossible. But by Hdn. Gr. 2, 284 as never worn out, unresting to τρύω ("παρὰ τὸ τρύειν πλεονασμῳ̃"); thus Wecklein MünchAkSb 1911: 3, 27, but the -γ remains unexplained. - Brandenstein PhilWoch. 56, 62f. connects τρύξ ungegorener, trüber Wein as nicht getrübt, rein, abgeklärt; it seems to fit ether (where it will be secondary) better than the sea. Leukart, FS Risch: ἀ- intens. and τρύζω, as strongly murmuring. Vine, Aeol. ὄρπετον, IBS Vortr. 71, 1998, 62 - 64 proposes *n̥-trug-eto- un-dry-able, cf. ἔτρυγεν ἐξηράνθη and τρυγητός = ξηρασία; quite possible. - Pelasgian theories are worthless.
Middle Liddell
τρυγάω
yielding no harvest, unfruitful, of the sea, Hom.; of the air, Hom.
Frisk Etymology German
ἀτρύγετος: {atrúgetos}
Meaning: ep. Beiwort des Meeres, auch des Äthers, später (AP) auch auf andere Begriffe übertragen,
Etymology: von den Alten als unfruchtbar, zu τρυγάω, gedeutet, aber auch (Hdn. Gr. 2, 284) im Sinn von unermüdlich wogend zu τρύω gezogen ("παρὰ τὸ τρύειν πλεονασμῳ̃"), eine Deutung, die in neuerer Zeit u. a. von Wecklein MünchAkSb 1911: 3, 27 aufgenommen worden ist: *ἀτρύετος zu ἄτρυτος wie ἀτίετος zu ἄτιτος; von *ἀτρύετος durch Entfaltung eines γ-Lautes ἀτρύγετος; ganz willkürlich. — Dagegen nach Brandenstein PhilWoch 56, 62f. von τρύξ ungegorener, trüber Wein vermittels eines davon abgeleiteten Verbs, also nicht getrübt, rein, abgeklärt; morphologisch nicht ganz befriedigend. — Unhaltbar Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 41ff. — Von diesen Deutungen scheint die als unfruchtbar den Vorzug zu verdienen, wenngleich das formale Verhältnis zu τρυγάω noch der Aufklärung bedarf. Zur Bildung vgl. Schwyzer 502, Chantraine Formation 300; s. noch Leumann Hom. Wörter 214 A. 8.
Page 1,181-182