εὐπαράκλητος: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efparaklitos
|Transliteration C=efparaklitos
|Beta Code=eu)para/klhtos
|Beta Code=eu)para/klhtos
|Definition=ον, [[easily influenced]], πρός τι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ep.</span>328a</span>, cf. <span class="bibl">Aristaenet. 2.1</span>.
|Definition=εὐπαράκλητον, [[easily influenced]], πρός τι Pl.''Ep.''328a, cf. Aristaenet. 2.1.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[leicht]] zu [[bewegen]]</i>, πρὸς τὸν λόγον Plat. <i>Ep</i>. VII.328a.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:38, 25 August 2023

English (LSJ)

εὐπαράκλητον, easily influenced, πρός τι Pl.Ep.328a, cf. Aristaenet. 2.1.

German (Pape)

leicht zu bewegen, πρὸς τὸν λόγον Plat. Ep. VII.328a.

Russian (Dvoretsky)

εὐπαράκλητος: легко уговариваемый, легко склоняемый (πρός τι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπαράκλητος: -ον, εὐκόλως διὰ παρακλήσεων ἐξιλεούμενος, Πλάτ. Ἐπιστ. 328Α. ΙΙ. εὐκόλως καταπείθων, καταπειστικός, τρόπος Ἀρισταίν. 2. 1.

Greek Monolingual

εὐπαράκλητος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που εξιλεώνεται, που προσελκύεται εύκολα με λόγια
2. αυτός που συγκατατίθεται εύκολα
3. αυτός που πείθει εύκολα, ο πειστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παρα-κλητος (< παρακαλώ), πρβλ. α-παράκ-λητος, δυσ-παρά-κλητος)].