πολυδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polydaktylos
|Transliteration C=polydaktylos
|Beta Code=poluda/ktulos
|Beta Code=poluda/ktulos
|Definition=ον, [[manytoed]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>499b8</span>, <span class="bibl"><span class="title">PA</span>659a23</span>,al.
|Definition=πολυδάκτυλον, [[manytoed]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''499b8, ''PA''659a23,al.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυδάκτυλος]], -ον, ΝΜΑ και πολυδάχτυλος Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] δάκτυλα («πολυδάκτυλα ζῷα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(βιολ.-ιατρ.) αυτός που πάσχει από [[πολυδακτυλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δάκτυλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μακρο</i>-[[δάκτυλος]])].
|mltxt=-η, -ο / [[πολυδάκτυλος]], -ον, ΝΜΑ και πολυδάχτυλος Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] δάκτυλα («πολυδάκτυλα ζῷα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(βιολ.-ιατρ.) αυτός που πάσχει από [[πολυδακτυλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δάκτυλος]] ([[πρβλ]]. [[μακροδάκτυλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 22:06, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠδάκτῠλος Medium diacritics: πολυδάκτυλος Low diacritics: πολυδάκτυλος Capitals: ΠΟΛΥΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: polydáktylos Transliteration B: polydaktylos Transliteration C: polydaktylos Beta Code: poluda/ktulos

English (LSJ)

πολυδάκτυλον, manytoed, Arist.HA499b8, PA659a23,al.

German (Pape)

[Seite 661] vielfingerig; ζῷα, Arist. partt. anim. 2, 16 H. A. 2, 10; Luc. am. 45.

Russian (Dvoretsky)

πολυδάκτῠλος: многопалый (ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠδάκτυλος: -ον, ὁ πολλοὺς ἔχων δακτύλους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 30, π. Ζ. Μορ. 2, 16, 7, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυδάκτυλος, -ον, ΝΜΑ και πολυδάχτυλος Ν
1. αυτός που έχει πολλά δάκτυλα («πολυδάκτυλα ζῷα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(βιολ.-ιατρ.) αυτός που πάσχει από πολυδακτυλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δάκτυλος (πρβλ. μακροδάκτυλος)].