ἀκριτόφυλλος: Difference between revisions
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akritofyllos | |Transliteration C=akritofyllos | ||
|Beta Code=a)krito/fullos | |Beta Code=a)krito/fullos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκριτόφυλλον, [[of undistinguishable]], i.e. [[closely blending]], [[leafage]], ὄρος Il.2.868. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:29, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκριτόφυλλον, of undistinguishable, i.e. closely blending, leafage, ὄρος Il.2.868.
Spanish (DGE)
(ἀκρῐτόφυλλος) -ον de apretado follaje ὄρος Il.2.868.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au feuillage épais (propr. confus).
Étymologie: ἄκριτος, φύλλον.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρῐτόφυλλος: сплошь покрытый листвой, густолиственный (ὄρος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρῐτόφυλλος: -ον, ὁ ἔχων φύλλα μὴ διακρινόμενα ἀπ’ ἀλλήλω, πυκνόφυλλος. ὄρος, Ἰλ. Β. 868.
English (Autenrieth)
(φύλλον): dense with leaves or foliage, Il. 2.868†.
Greek Monolingual
ἀκριτόφυλλος, -ον (Α)
αυτός που έχει αναρίθμητα φύλλα, ο πυκνόφυλλος
«ἀκριτόφυλλον ὄρος» (Όμ. Β. 868).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + -φυλλος < φύλλον.
Greek Monotonic
ἀκρῐτόφυλλος: -ον (φύλλον), αυτός που έχει φύλλα που δεν ξεχωρίζουν μεταξύ τους, δηλ. πυκνόφυλλος, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
φύλλον
of undistinguishable, i. e. closely blending, leafage, Il.