δέγμενος: Difference between revisions
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δέγμενος:''' Επικ. μτχ. αορ. | |lsmtext='''δέγμενος:''' Επικ. μτχ. αορ. βʹ του [[δέχομαι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:54, 25 August 2023
English (LSJ)
v. δέχομαι.
Spanish (DGE)
v. δέχομαι.
French (Bailly abrégé)
part. pf. avec l'accent d'un prés., de δέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
δέγμενος: эп. part. pf. к δέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
δέγμενος: ἴδε ἐν λ. δέχομαι, Ὅμ.
English (Autenrieth)
see δέχομαι.
Greek Monolingual
-η, -ον (Α)
βλ. δέχομαι.
Greek Monotonic
δέγμενος: Επικ. μτχ. αορ. βʹ του δέχομαι.