espontáneamente: Difference between revisions
From LSJ
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
m (esel replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀδιδάκτως]], [[ἀκατασκεύως]], [[ἀποιήτως]], [[αὐθορμήτως]], [[αὐτοματισμῷ]], [[αὐτοφυῶς]], [[ἐθελοντεί]], [[ἐθελοντηδόν]], [[ἐθελοντήν]], [[ἐθελοντί]], [[ἐθελουσίως]], [[ἑκουσίως]], [[ἐμψύχως]], [[ἐνδιαθέτως]] | |sltx=[[ἀδιδάκτως]], [[ἀκατασκεύως]], [[ἀποιήτως]], [[αὐθορμήτως]], [[ἐξ αὐτοματισμῷ]], [[δι' αὐτοματισμόν]], [[ἐν αὐτοματισμῷ]], [[κατ' αὐτοματισμόν]], [[αὐτοματισμῷ]], [[αὐτοφυῶς]], [[ἐθελοντεί]], [[ἐθελοντηδόν]], [[ἐθελοντήν]], [[ἐθελοντί]], [[ἐθελουσίως]], [[ἑκουσίως]], [[ἐμψύχως]], [[ἐνδιαθέτως]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:22, 28 December 2022
Spanish > Greek
ἀδιδάκτως, ἀκατασκεύως, ἀποιήτως, αὐθορμήτως, ἐξ αὐτοματισμῷ, δι' αὐτοματισμόν, ἐν αὐτοματισμῷ, κατ' αὐτοματισμόν, αὐτοματισμῷ, αὐτοφυῶς, ἐθελοντεί, ἐθελοντηδόν, ἐθελοντήν, ἐθελοντί, ἐθελουσίως, ἑκουσίως, ἐμψύχως, ἐνδιαθέτως