δημαγωγώ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM δημαγωγῶ, -έω) [[δημαγωγός]]<br />[[είμαι]] [[δημαγωγός]], [[εξασφαλίζω]] την [[εύνοια]] του λαού με απατηλά [[μέσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ηγέτης]] του δήμου, του λαού<br /><b>2.</b> [[προσπαθώ]] να αποκτήσω την [[εύνοια]] κάποιου, [[σαγηνεύω]] κάποιον εκμεταλλευόμενος τα [[πάθη]] του («ἀλλ ἦ δημαγωγεῖ τοὺς ἄνδρας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] κάποιον δημοφιλή («ἡ [[δόξα]] τῶν ἐν Φιλίπποις γεγονότων ἐδημαγώγει τὸν Ἀντώνιον»)<br /><b>4.</b> [[συμβουλεύω]], [[προτείνω]] [[κάτι]] στον λαό για να αποκτήσω την εύνοιά του («καὶ οὐ τὰ κράτιστα εἰσηγουμένους, [[ἀλλά]] τὰ πρὸς ἡδονὴν τῷ πλήθει δημαγωγοῦντας», Διον. Αλ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «δημαγωγῶ [[κατά]] τινος» — [[προσπαθώ]] να ξεσηκώσω τα πλήθη [[εναντίον]] κάποιου.
|mltxt=(AM δημαγωγῶ, [[δημαγωγέω]]) [[δημαγωγός]]<br />[[είμαι]] [[δημαγωγός]], [[εξασφαλίζω]] την [[εύνοια]] του λαού με απατηλά [[μέσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ηγέτης]] του δήμου, του λαού<br /><b>2.</b> [[προσπαθώ]] να αποκτήσω την [[εύνοια]] κάποιου, [[σαγηνεύω]] κάποιον εκμεταλλευόμενος τα [[πάθη]] του («ἀλλ ἦ δημαγωγεῖ τοὺς ἄνδρας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] κάποιον δημοφιλή («ἡ [[δόξα]] τῶν ἐν Φιλίπποις γεγονότων ἐδημαγώγει τὸν Ἀντώνιον»)<br /><b>4.</b> [[συμβουλεύω]], [[προτείνω]] [[κάτι]] στον λαό για να αποκτήσω την εύνοιά του («καὶ οὐ τὰ κράτιστα εἰσηγουμένους, [[ἀλλά]] τὰ πρὸς ἡδονὴν τῷ πλήθει δημαγωγοῦντας», Διον. Αλ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «δημαγωγῶ [[κατά]] τινος» — [[προσπαθώ]] να ξεσηκώσω τα πλήθη [[εναντίον]] κάποιου.
}}
}}

Latest revision as of 10:24, 15 November 2024

Greek Monolingual

(AM δημαγωγῶ, δημαγωγέω) δημαγωγός
είμαι δημαγωγός, εξασφαλίζω την εύνοια του λαού με απατηλά μέσα
αρχ.
1. είμαι ηγέτης του δήμου, του λαού
2. προσπαθώ να αποκτήσω την εύνοια κάποιου, σαγηνεύω κάποιον εκμεταλλευόμενος τα πάθη του («ἀλλ ἦ δημαγωγεῖ τοὺς ἄνδρας», Ξεν.)
3. κάνω κάποιον δημοφιλή («ἡ δόξα τῶν ἐν Φιλίπποις γεγονότων ἐδημαγώγει τὸν Ἀντώνιον»)
4. συμβουλεύω, προτείνω κάτι στον λαό για να αποκτήσω την εύνοιά του («καὶ οὐ τὰ κράτιστα εἰσηγουμένους, ἀλλά τὰ πρὸς ἡδονὴν τῷ πλήθει δημαγωγοῦντας», Διον. Αλ.)
5. φρ. «δημαγωγῶ κατά τινος» — προσπαθώ να ξεσηκώσω τα πλήθη εναντίον κάποιου.