ράπτω: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ράβω). Ἁπό ἀρχική ρίζα σραφ-→ ῥαφ ἤ ραφ + [[πρόσφυμα]] τ → ράφτω → [[ράπτω]].<br><b>Παράγωγα:</b> ράμμα, ράπτης, ραπτικός, [[προσραπτέον]], ραπτός, ραπτόν (=κεντητό χαλί), ράπτρια, ραφεύς, [[ραφή]], ραφίς (=βελόνα), ράψις, νευρορραφῶ, [[ραψῳδός]], ραψῳδία, ραψῳδῶ.
|mantxt=(=[[ράβω]]). Ἁπό ἀρχική ρίζα σραφ-→ ῥαφ ἤ ραφ + [[πρόσφυμα]] τ → ράφτω → [[ράπτω]].<br><b>Παράγωγα:</b> ράμμα, ράπτης, ραπτικός, [[προσραπτέον]], ραπτός, ραπτόν (=κεντητό χαλί), ράπτρια, ραφεύς, [[ραφή]], ραφίς (=[[βελόνα]]), ράψις, νευρορραφῶ, [[ραψῳδός]], ραψῳδία, ραψῳδῶ.
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 29 November 2022

Greek Monolingual

ῥάπτω, ΝΜΑ
βλ. ράβω.

Mantoulidis Etymological

(=ράβω). Ἁπό ἀρχική ρίζα σραφ-→ ῥαφ ἤ ραφ + πρόσφυμα τ → ράφτω → ράπτω.
Παράγωγα: ράμμα, ράπτης, ραπτικός, προσραπτέον, ραπτός, ραπτόν (=κεντητό χαλί), ράπτρια, ραφεύς, ραφή, ραφίς (=βελόνα), ράψις, νευρορραφῶ, ραψῳδός, ραψῳδία, ραψῳδῶ.