ἐφόδιον

From LSJ

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφόδιον Medium diacritics: ἐφόδιον Low diacritics: εφόδιον Capitals: ΕΦΟΔΙΟΝ
Transliteration A: ephódion Transliteration B: ephodion Transliteration C: efodion Beta Code: e)fo/dion

English (LSJ)

τό, mostly in plural ἐφόδια, Ion. ἐπόδια, τά (v. infr.),
A supplies for travelling, money and provisions, esp. of an army, ἐπόδια δοῦναι, λαβεῖν, Hdt.4.203, 6.70; δι' ἀπορίαν ἐφοδίων τοῖς στρατευομένοις D.3.20; of an ambassador's travelling-allowance, ἐφόδι' οὐκ ἔχω Ar.Ach.53, cf. Men.Pk.160; ἐφόδι' ἀναλίσκειν D.19.311, cf. BCH6.25 (Delos, ii B. C.): sg. in PSI 4.363.17 (iii B. C.): generally, ways and means, maintenance, ἐφόδια τῷ γήρᾳ ἱκανά D.49.67, cf. Ar.Pl.1024; τὰ τῆς φυγῆς ἐ. Aeschin.1.172, Plu.Arat.6; τὰ ἐ. τοῦ πολέμου the sinews of war, Arist.Rh.1411a12; ἐφόδια τοῖς ἵπποις And.4.30; of public money, οὐδὲ μιᾶς ἡμέρας ἐφόδι' ἐστὶν ἐν τῷ κοινῷ D.23.209; in phys. sense, τὰ ἐν σώματι ὑπάρχοντα ἐ. Arist.Pr.871b24.
2 less freq. in sg., εὐσεβὴς βίος μέγιστον ἐ. Epich. [261]; ἀργύριόν τι ῥητὸν ἔχοντας ἐ. Th.2.70; οὐκ ἔχων.. εἰ μὴ παῖδα καὶ ὅσον ἐ. X.An.7.3.20; χιλίας λαβόντες δραχμὰς ἐφόδιον παρ' ὑμῶν D.19.158, cf. SIG390.58 (iii B. C.): metaph., εἰς τὴν εὔνοιαν Hyp. Epit.27; ἡ χηστότης.. θαυμαστὸν ἐ. βίῳ Men.472, cf. 360, 792; πρὸς εὔνοιαν Phld.Lib.p.180.; τὴν Ἰλιάδα τῆς πολεμικῆς ἀρετῆς ἐ. νομίζων Plu.Alex.8; τὴν σωφροσύνην ἐ. εἰς τὸ γῆρας ἀποτίθεσθαι Id.2.8c; ἐ. παιδείας ὁ πλοῦτος Artem.4.67.
3 metaph., = ἀφορμή, D.34.35, Hyp.Eux.19; εἰς τὸ ἐπιβουλεύειν Sor.1.3.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
provisions de voyage ou frais de route ; en gén. provisions, ressources.
Étymologie: ἔφοδος¹.

Russian (Dvoretsky)

ἐφόδιον: ион. ἐπόδιον τό (преимущ. pl.)
1 дорожные припасы, средства на дорогу Her., Lys., Arph., Plat., Aeschin., Plut.: ἀργύριόν τι ῥητὸν ἐ. Thuc. определенная сумма денег на дорожные расходы;
2 (вообще), средства, деньги для необходимых затрат, (τὰ ἐφόδια ἱκανά τινι Dem.): τὰ ἐφόδια τοῦ πολέμου Arst. средства, необходимые для ведения войны;
3 перен. путь, средство достижения (τῆς πολεμικῆς ἀρετῆς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφόδιον: τό, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἐφόδια, Ἰων. ἐπόδια, τά, (ἴδε ἐν τέλει)· - Λατ. viaticum, τὰ ἀναγκαῖα πρὸς ὁδοιπορίαν, χρήματα καὶ ζωοτροφίαι, ἰδίως ἐπὶ στρατεύματος, ἐπόδια δοῦναι, λαβεῖν Ἡρόδ. 4. 203., 6. 70· δι’ ἀπορίαν ἐφοδίων τοῖς στρατευομένοις Δημ. 34. 10, πρβλ. σιτηρέσιον: - ἐπὶ τῶν παρεχομένων εἰς πρεσβευτὴν χρημάτων δι’ ἔξοδα ὁδοιπορίας, ἐφόδι’ οὐκ ἔχω Ἀριστοφ. Ἀχ. 53· ἐφόδια ἀναλίσκειν Δημ. 441. 2: - καθόλου, τὰ ἀναγκαῖα μέσα πρὸς συντήρησιν, ἐφόδια τῷ γήρᾳ ἱκανά Δημ. 1204. 22, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 1024· τὰ τῆς φυγῆς ἐφ. Αἰσχίν. 24. 30., Πλουτ. Ἄρατ. 6· τὰ ἐφ. τοῦ πολέμου Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7· ἔτι καὶ, ἐφόδια τοῖς ἵπποις Ἀνδοκ. 33. 9· ἐπὶ δημοσίων χρημάτων, μιᾶς ἡμέρας ἐφόδια ἐν τῷ κοινῷ Δημ. 690. 8· καὶ ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, τὰ ἐν σώματι ὑπάρχοντα ἐφ. Ἀριστ. Προβλ. 3, 5, 7. 2) σπανιώτερον ἐν τῷ ἑνικ., εὐσεβὴς βίος μέγιστον ἐφ. Ἐπίχ. 152Ahr.· ἀργύριόν τι ῥητὸν ἔχοντας ἐφόδιον Θουκ. 2. 70· οὐκ ἔχων... εἰμή παῖδα καὶ ὅσον ἐφ. Ξεν. Ἀν. 7. 3, 30· χιλίας λαβόντες δραχμάς ἐφόδιον παρ’ ὑμῶν Δημ. 390. 24, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 107. 35· ἡ χρηστότης... θαυμαστόν ἐφόδιον βίῳ Μένανδρ. ἐν «Ὑμνίδι» 1, πρβλ. τὸν αὐτὸν ἐν «Ὁμοπατρίοις» 2, ἐν Ἀδήλ. 251· τὴν Ἰλιάδα ἀρετῆς ἐφόδιον νομίζων Πλουτ. Ἀλεξ. 8. 3) μεταφ. = ἀφορμή, Δημ. 917. 14, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 31, πρβλ. Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 8C.

Greek Monotonic

ἐφόδιον: τό, κυρίως στον πληθ., ἐφόδια, Ιων. ἐπόδια, τά (ἐφ'ὁδοῦ), όπως το Λατ. viaticum·
1. προμήθειες, χρειαζούμενα, αναγκαία για ταξίδι, χρήματα και ζωοτροφές, σε Ηρόδ., Δημ.· λέγεται για τα χρήματα που δίνονται σε πρεσβευτή για τα έξοδα οδοιπορίας του, σε Αριστοφ.· μερικές φορές, στον ενικ., σε Θουκ., Ξεν.
2. γενικά, τρόποι και μέσα, αναγκαία μέσα προς συντήρηση, ἐφόδια τῷ γήρᾳ, σε Δημ.· λέγεται για δημόσια χρήματα, μιᾶς ἡμέρας ἐφόδια ἐν τῷ κοινῷ, στον ίδ.

Middle Liddell

mostly in plural ἐφόδια [ἐφ' ὁδοῦ]
1., like Lat. viaticum, supplies for travelling, money and provisions, Hdt., Dem.:—of an ambassador's travelling-allowance, Ar.; sometimes in sg., Thuc., Xen.
2. generally, ways and means, maintenance, support, ἐφόδια τῷ γήρᾳ Dem.; of public money, μιᾶς ἡμέρας ἐφόδια ἐν τῷ κοινῷ Dem.

English (Woodhouse)

resources, ways and means

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

viaticum, provisions for a journey, 2.70.3, 6.31.5, 6.34.5.