ρύπτω: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[καθαρίζω]], πλένω). Ἀπό τό ρύπος.<br><b>Παράγωγα:</b> ρύμμα (=[[αὐτό]] πού χρησιμεύει γιά πλύσιμο τῶν ρούχων, [[ἀκαθαρσία]]), ρυπτικός, ρυπτήρ, ρύπτειρα, ρύψις (=[[καθαρισμός]]), [[ἀπόρρυψις]]. | |mantxt=(=[[καθαρίζω]], [[πλένω]]). Ἀπό τό ρύπος.<br><b>Παράγωγα:</b> ρύμμα (=[[αὐτό]] πού χρησιμεύει γιά πλύσιμο τῶν ρούχων, [[ἀκαθαρσία]]), ρυπτικός, ρυπτήρ, ρύπτειρα, ρύψις (=[[καθαρισμός]]), [[ἀπόρρυψις]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:52, 29 November 2022
Greek Monolingual
Α
1. καθαρίζω κάτι από τους ρύπους, από τις ακαθαρσίες που έχει
2. (ιδίως) πλένω κάτι με σαπούνι ή με σταχτόνερο
3. παροιμ. φρ. «ἐξ ὅτου 'γὼ ῥύπτομαι» — αφ' ότου άρχισα να πλύνομαι, δηλαδή από την παιδική μου ηλικία (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος + ενεστωτικό επίθημα ye/°-, πιθ. κατά το νίπτω.
Mantoulidis Etymological
(=καθαρίζω, πλένω). Ἀπό τό ρύπος.
Παράγωγα: ρύμμα (=αὐτό πού χρησιμεύει γιά πλύσιμο τῶν ρούχων, ἀκαθαρσία), ρυπτικός, ρυπτήρ, ρύπτειρα, ρύψις (=καθαρισμός), ἀπόρρυψις.