ἀγρυπνῶ: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[μένω]] ξύπνιος). Παρασύνθετο ἀπό τό [[ἄγρυπνος]] ([[ἀγρέω]] + [[ὕπνος]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀγρυπνία]] (=ξαγρύπνημα), [[ἀγρυπνητήρ]] (=νυχτοφύλακας), [[ἀγρυπνητικός]], [[ἀγρύπνως]], [[ἀγρυπνητέον]]. | |mantxt=(=[[μένω]] ξύπνιος). Παρασύνθετο ἀπό τό [[ἄγρυπνος]] ([[ἀγρέω]] + [[ὕπνος]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀγρυπνία]] (=[[ξαγρύπνημα]]), [[ἀγρυπνητήρ]] (=[[νυχτοφύλακας]]), [[ἀγρυπνητικός]], [[ἀγρύπνως]], [[ἀγρυπνητέον]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:24, 29 November 2022
Mantoulidis Etymological
(=μένω ξύπνιος). Παρασύνθετο ἀπό τό ἄγρυπνος (ἀγρέω + ὕπνος). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀγρυπνία (=ξαγρύπνημα), ἀγρυπνητήρ (=νυχτοφύλακας), ἀγρυπνητικός, ἀγρύπνως, ἀγρυπνητέον.