φαρῶ: Difference between revisions
From LSJ
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[σχίζω]], ὀργώνω). Ἀπό ρίζα φαρ-, ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: [[φάρος]], [[ἄφαρος]], [[ἀφάρωτος]] (=[[ἀκαλλιέργητος]]), βούφαρος, [[φάρσος]] (=κομμάτι), [[φάραγξ]] καί [[φάρυγξ]]. | |mantxt=(=[[σχίζω]], [[ὀργώνω]]). Ἀπό ρίζα φαρ-, ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: [[φάρος]], [[ἄφαρος]], [[ἀφάρωτος]] (=[[ἀκαλλιέργητος]]), βούφαρος, [[φάρσος]] (=[[κομμάτι]]), [[φάραγξ]] καί [[φάρυγξ]]. | ||
}} | }} |