κληροδοσία: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=klirodosia
|Transliteration C=klirodosia
|Beta Code=klhrodosi/a
|Beta Code=klhrodosi/a
|Definition=ἡ, [[distribution of land]], <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ps.</span>77(78).55</span>, <span class="bibl">D.S.5.53</span>.
|Definition=ἡ, [[distribution of land]], [[LXX]] ''Ps.''77(78).55, [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.53.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:28, 27 March 2024

English (LSJ)

ἡ, distribution of land, LXX Ps.77(78).55, D.S.5.53.

German (Pape)

[Seite 1450] ἡ, Vertheilung durchs Loos, D. Sic. 5, 53; auch = die Erbschaft, Sp.

Russian (Dvoretsky)

κληροδοσία:распределение по жребию Diod.

Greek (Liddell-Scott)

κληροδοσία: ἡ, ἡ διὰ κλήρου διανομή, Ἑβδομ. (Ψαλμ. ΟΖ΄, 55), Διόδ. 5. 53.

Greek Monolingual

και κλεροδοσιά, η (AM κληροδοσία) κληροδότης
1. το να δίνει ένας κάτι με κλήρο, με κλήρωση
2. κληρονομιά
νεοελλ.
(νομ.)
1. περιουσιακή ωφέλεια που αποκτά κάποιος με διάταξη διαθήκης χωρίς να γίνεται κληρονόμος
2. η διάταξη της διαθήκης που περιέχει την κληροδοσία, καθώς και το σχετικό με αυτήν δικαίωμα του κληροδόχου
3. το αντικείμενο που κληροδοτείται
αρχ.
η διανομή γης, γεωργικών κλήρων.