καταχείριος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katacheirios | |Transliteration C=katacheirios | ||
|Beta Code=kataxei/rios | |Beta Code=kataxei/rios | ||
|Definition= | |Definition=καταχείριον, [[fitting the hand]], ἐρετμός A.R.1.1189. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 12:10, 25 August 2023
English (LSJ)
καταχείριον, fitting the hand, ἐρετμός A.R.1.1189.
Greek (Liddell-Scott)
καταχείριος: -ον, ἀρμόζων εἰς τὴν χεῖρα, ἐρετμὸν Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1189.
Greek Monolingual
καταχείριος, -ον (Α)
ευκολομεταχείριστος, εύχρηστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατὰ χειρός].