στεγανόπους: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
m (Text replacement - "Thier" to "Tier")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0932.png Seite 932]] π οδος, sich mit den Füßen bedeckend, ein Volk wie die [[σκιάποδες]], Alcm. bei Strab. 7, 3, 6; – τὰ στεγανόποδα, Arist. H. A. 2, 12, sind Thiere, deren Zehen mit einer Schwimmhaut verbunden sind, wie die Biber, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[σχιζόπους]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0932.png Seite 932]] π οδος, sich mit den Füßen bedeckend, ein Volk wie die [[σκιάποδες]], Alcm. bei Strab. 7, 3, 6; – τὰ στεγανόποδα, Arist. H. A. 2, 12, sind Tiere, deren Zehen mit einer Schwimmhaut verbunden sind, wie die Biber, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[σχιζόπους]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''στεγᾰνόπους:''' ποδος adj. с перепонками на лапах (τὰ πλωτά, sc. ζῷα Arst.).
|elrutext='''στεγᾰνόπους:''' ποδος adj. с перепонками на лапах (τὰ πλωτά, ''[[sc.]]'' ζῷα Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 05:35, 27 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεγᾰνόπους Medium diacritics: στεγανόπους Low diacritics: στεγανόπους Capitals: ΣΤΕΓΑΝΟΠΟΥΣ
Transliteration A: steganópous Transliteration B: steganopous Transliteration C: steganopous Beta Code: stegano/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ,
A covering oneself with one's feet, Alcm. 118.
II web-footed, opp. σχιζόπους, Arist.HA504a7, 593a27, al.; τὰ στεγανόποδα Id.PA692b24, al.

German (Pape)

[Seite 932] π οδος, sich mit den Füßen bedeckend, ein Volk wie die σκιάποδες, Alcm. bei Strab. 7, 3, 6; – τὰ στεγανόποδα, Arist. H. A. 2, 12, sind Tiere, deren Zehen mit einer Schwimmhaut verbunden sind, wie die Biber, Gegensatz σχιζόπους.

Russian (Dvoretsky)

στεγᾰνόπους: ποδος adj. с перепонками на лапах (τὰ πλωτά, sc. ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

στεγᾰνόπους: -οδος, ὁ, ἡ, ὁ καλύπτων ἑαυτὸν διὰ τῶν ποδῶν του, Ἀλκμὰν 56 (Welck.)· πρβλ. σκιάποδες. ΙΙ. ὁ ἔχων πόδας στεγανοὺς ἢ διὰ μεμβράνης ἡνωμένους τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν, ἀντίθετον τῷ σχιζόπους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 3., 8. 3. 15, κ. ἀλλ.· τὰ στεγανόποδα ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 8, κ. ἀλλ., Ἡσύχ.· πρβλ. στεγνός.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΜΑ
(για πτηνά, αμφίβια κ.λπ.) αυτός που έχει τα δάχτυλα τών ποδιών του ενωμένα με νηκτική μεμβράνη
αρχ.
αυτός που καλύπτει τον εαυτό του με τα πόδια του, που κρύβεται πίσω απ' τα πόδια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγανός + πούς, ποδός].