διαχαίνω: Difference between revisions
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.2</i> διέχανον, <i>pf.</i> διακέχηνα;<br />s'entrouvrir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χαίνω]]. | |btext=<i>ao.2</i> διέχανον, <i>pf.</i> διακέχηνα;<br />[[s'entrouvrir]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χαίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:40, 9 January 2023
German (Pape)
[Seite 613] aus einander klaffen, den Mund öffnen; διακεχηνυῖα, Plut. sol. an. 30; διαχανόντες, 23.
French (Bailly abrégé)
ao.2 διέχανον, pf. διακέχηνα;
s'entrouvrir.
Étymologie: διά, χαίνω.
Russian (Dvoretsky)
διαχαίνω:
1 разевать пасть (οἱ κροκόδειλοι διαχανόντες Plut.);
2 раскрываться (ἡ κόγχη διακεχῃνυῖα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διαχαίνω: διαχάσκω, λίαν χαίνω, Πλούτ. 2. 976Β, 980Β.
Spanish (DGE)
• Morfología: [v. pas. aor. inf. διαχῆναι Euagr.Schol.HE 1.17]
1 abrirse, agrietarse ἀρτίσκον Hp.Steril.216, ὁ στρογγύλος ὁ ὑποκάτω τοῦ ἄνθους Thphr.HP 7.13.2, ἡ οἰκοδομή, κἂν μικρὸν διαχάνῃ Chrys.M.61.73, ὥστε μὴ διαχαίνειν τὸ μεταξὺ τοῦ πρέμνου καὶ τοῦ κλήματος Gp.4.12.15
•tb. en v. med.-pas. (ὡς εἰπεῖν) διαχῆναι τὴν γῆν Euagr.Sch.l.c.
2 fig. abrirse, dirigirse πρὸς τοῦτο (τὸ σῶμα) διαχαίνοντες Dam.in Phd.166.